Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

Hire purchase

Αγαπημένο μου ημερολόγιο ,

Σήμερα η μέρα μου πέρασε πολύ ήσυχα. Το πρωί σηκώθηκα, έπλυνα τα δόντια μου έφαγα κορν φλέιξ ( αυτά με τον αρκούδο) και μετά ξεκίνησα για τα διάφορα που κάνω κάθε μέρα. Το απόγευμα που γυρνούσα στο μπροστινό αυτοκίνητο ήταν ένα κοριτσάκι στο πίσω κάθισμα, γυρισμένο με τη μάπα του προς τα εμένα. Είχε ένα τετράδιο και ζωγράφιζε ενώ ο μπαμπάς του οδηγούσε πολύ άτσαλα. Μέσα στο σπινάρισμα και στο απότομο φρένο ήταν. Ενώ επικοινωνούσα με το παιδάκι μέσο του τζαμιού, ( για έναν ανεξήγητο λόγο όλα τα παιδάκια με συμπαθούν πολύ) κρατούσα χρονόμετρο για το πότε θα ξεράσει. Μετά από ένα τέταρτο το κοριτσάκι άρχισε να σκουντάει τη μαμά του και να ωρύεται, εκείνη το έβαλε να κάτσει ίσια με το κεφάλι προς τα πάνω και έβγαλε και ένα κομμάτι τυρί φέτα και του έδωσε για να ισιώσει. ( όχι σα κάτι άλλους που έχουνε στο ντουλαπάκι κρακεράκια και μας το παίζουν έξυπνοι) . Γέλαγα μόνη μου μέχρι να φτάσω σπίτι και παρολίγον να στουκάρω και σε μία νταλίκα και όχι και τίποτα άλλο αλλά από το φρενάρισμα πήγε η καρδιά μου στη κούλουρη ( όπως Κίμων Κουλούρης γυμνός) γιατί είχα και ένα καφέ που θα μου λέρωνε τη ταπετσαρία.

Αν έβαζα ένα τίτλο στη ζωή μου αυτός χωρίς δεύτερη σκέψη θα ήταν σουρεάλ . Έχω υπάρξει πολύ τυχερή. Δεν έχω οικογενειακά προβλήματα, ούτε οικονομικά. Έχω καλή δουλειά χωρίς να προσπαθήσω καθόλου, πραγματικούς φίλους και καλό μεταβολισμό. Το μόνο μου πρόβλημα είναι η φοβία που έχω για το τι μπορεί να γίνει αν όλα αυτά χαθούν. ( για τη δουλειά δε με νοιάζει και πολύ – μπορώ να γίνω παρουσιάστρια τηλεμάρκετινγκ ή να ασχοληθώ με τη φόρτωση – εκφόρτωση κατεψυγμένων ψαριών ) .

Προχθές λοιπόν είχα πάει με τη φίλη μου τη ξανθιά στο ΙΚΕΑ . ( χαζή ξανθιά αν και τώρα δεν αφήσεις ένα μήνυμα στο κειμενάκι μου θα σε κουρέψω). Όταν γυρνάγαμε της άναψε η μηχανή. Σταματάμε στη μέση της Βάρης Κορωπίου. ( κάποιος μας έδωσε την ευχή του και περάσαμε την αττική οδό) , ανοίγουμε το καπό και από μέσα βγήκε καπνός όσος βγαίνει μόνο σε δεκάωρο ρέιβ πάρτυ ινδιάνων με μπάφους. Το ψυγείο ήταν άδειο, περπατήσαμε ένα χιλιόμετρο μέχρι να βρούμε βενζινάδικο, δεν αφήσαμε τον βενζινά να έρθει να μας βοηθήσει ( ακόμα δε ξέρω γιατί ) , το ψυγείο τελικά είχε τρυπήσει , καλέσαμε την οδική βοήθεια να έρθει, τη περιμέναμε μία ώρα, μπήκαμε μέσα στο φορτηγό ( αξιώθηκα να το ζήσω και αυτό) και μέσα σε όλα ξέχασα να αναφέρω ότι είχαμε και ένα τραπεζάκι 1, 20 x 70 το οποίο μετά κόπων και βασάνων προσπαθούσαμε να μεταφέρουμε από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο. Πέρασα πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Πραγματικά αν μπορούσα θα το έκανα κάθε μέρα αγαπημένο μου ημερολόγιο. Δε βαρέθηκα ούτε λεπτό. ( έτσι και αλλιώς τα 300 € για το ψυγείο δε τα έδωσα εγώ)

Ο άνωθεν φορτηγατζής ήταν ξανθωπός και θυμήθηκα που στο γυμνάσιο μου άρεσαν οι ξανθοί. Το όνειρο μου ήταν να βρω σκανδιναβό , κάτι σα τον τύπο από τους ace of base ένα πράγμα.. Αργότερα ξεπέρασα αυτά τα ταμπού εφόσον συνειδητοποίησα ότι αυτό που μετράει σε έναν άνθρωπο είναι η μόρφωση, η καλλιέργεια, η κλάση , η προσωπικότητα , η επικοινωνία , το μυαλό και τα κοινά ενδιαφέροντα. Γι αυτό λοιπόν μετά από αυτό όλοι όσοι μου αρέσανε ξέρανε καλό σκουός.

Επίσης αναπολώντας θυμήθηκα ότι μια φορά που ήμουν στη νονά μου, μου είχε δώσει λεφτά για να πάρω 30 φακελάκια γκάρφιλντ ( για τα πουρά τύπου τανίλα που δε θυμούνται μιλάω για τα αυτοκόλλητα που συμπληρώναμε τα άλμπουμ) και από τη χαρά μου πέρασα το δρόμο χωρίς να κοιτάω και έπεσε πάνω μου ένα αυτοκίνητο. ( κόκκινο ίμπιζα ήταν). Εγώ βεβαίως δεν έπαθα τίποτα , ο οδηγός όμως και η μάνα μου που άκουσε το φρενάρισμα γλυτώσανε το εγκεφαλικό στο τσακ. Αφού λοιπόν με πήγανε οικογενειακός στο νοσοκομείο και μου κάνανε ακτινογραφίες μέχρι και στα δάχτυλα των ποδιών και αφού επιβεβαιωθήκανε ότι δεν έχω τίποτα. ( έσκουζα η δόλια ότι δε με είχε χτυπήσει αλλά κανείς δε με άκουγε) εκμεταλλευτικά το γεγονός και μετά μου αγοράσανε άλλα 30 φακελάκια γκάρφιλντ, τη μπάρμπι αμαζόνα, μία ζιπ κιλότ με ασορτί ροζ μπλουζάκι , μία καινούρια κασετίνα και μία κασσέτα της Ευρυδίκης ( « και ένας ζηλιάρης ουρανός να με ρωτάει που ξενυχτάω») .

Τώρα που είπα Ευρυδίκη θυμήθηκα τους sonic youth ( ο συνειρμός αυτός συμβαίνει μόνο σε μένα) που τους ακούγαμε το καλοκαίρι στη Κρήτη που αναμφισβήτητα ήταν οι πιο σουρεάλ διακοπές που θα μπορούσα ποτέ να περάσω όντας μαζί με τρία αδέρφια ( τα δύο από αυτά να τσακώνονται 20 ωρες το εικοσιτετράωρο) , μια κρητικοπούλα , έναν Φουντουκάκη, μια γιαγιά που έλεγε μαντινάδες, μια καμμένη ψιλικαζτού , έναν Κρητικό που ήθελε να μου βρει κοπέλι να με παντρέψει , κοκκινίλες στη πλάτη, ρακί που δε μου αρέσει, ένα γαμημένο τηλέφωνο που δε χτυπούσε, πολύ φαγητό, ένα ψάθινο καπέλο που μου το έπαιρνε ο αέρας , τη γκρίνια μου , μια ατελείωτη ανηφόρα περπάτημα και πολλά πολλά άλλα διασκεδαστηκά.

Αγαπημένο μου ημερολόγιο είμαι πολύ χαρούμενη. Πρώτον γιατί ένας φίλος μου βρήκε γκόμενα και θα σταματήσει να με παρενοχλεί, δεύτερον γιατί η Ευρυδίκη θα πάει με αυτό το υπέροχο και τεραστίων διαστάσεων τραγούδι κομσί κομσά να εκπροσωπήσει τη Κύπρο, τρίτον γιατί ο Χατζηνικολάου βρήκε δουλειά, τέταρτων γιατί συμμάζεψα το δωμάτιο μου και δεν έχει πια βρακιά και κάλτσες στο πάτωμα , πέμπτων γιατί πήρα το 2 του Κωνσταντίνου Βήτα, έκτων γιατί έβγαλα τα φρύδια μου ίσια , έβδομων γιατί έγραψα ένα cd στην Ελένη και θα της το στείλω, όγδοων γιατί έφτιαξα μακαρόνια και δε κωλύσανε, ένατων γιατί τώρα ακούω το « νιώσε με, σώσε με και ότι θες το προσφέρω» που πολύ μου αρέσει και δέκατων γιατί περνάω καλά βρε αδερφέ και επιτέλους επανήλθα στη παλιά μου και ολ τάιμ κλάσικ κατάσταση. Ποια είναι αυτή?????



Risin' up, back on the street
Did my time, took my chance
Went the distance now I'm back on my feet
Just a man and his will to survive
So many times it happens too fast
You trade your passion for glory
Don't lose your grip on the dreams of the past
You must fight just to keep them alive




It's the eye of the tiger
It`s the thrill of the fight
Rising up to the challenge of our rival
And the last known survivor
Stalks his prey in the night
And he's watching us all
With the eye of the tiger

Face to face, out in the heat
Hangin' tough, stayin' hungry
They stack the odds still we take to the street
For the kill, with the skill to survive

It's the eye of the tiger
It`s the thrill of the fight
Rising up to the challenge of our rival
And the last known survivor
Stalks his prey in the night
And he's watching us all
With the eye of the tiger

Risin' up, straight to the top
Had the guts, got the glory
Went the distance, now I'm not gonna stop
Just a man and his will to survive

It's the eye of the tiger
It's the thrill of the fight
Rising up to the challenge of our rival
And the last known survivor
Stalks his prey in the night
And he's watching us all
With the eye of the tiger


Το παντοτινά δικό σου κολοκύθι.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2007

Σαρακοστιανό μακελειό

Η ιδέα είναι μια ευγενική χορηγία τους Λεξλούθορ


Κλοπ κλοπ κλοπ,
Ο Θοδωρής ο αρχηγός των καλαμαριών διστακτικά και μουλωχτά άνοιξε το αλουμίνιο της κονσέρβας και ξεπρόβαλε. Ο αέρας της κουζίνας μύριζε ξύδι και την ατμόσφαιρα έπνιγε ένας καπνός από το καμμένο μπουρέκι χταποδιού. Με αργά βήματα κατευθύνθηκε στο ψυγείο και κύλισε στην αγκαλιά της σουπιάς. Την ίδια στιγμή ο μακεδονικός χαλβάς Χαρίτωνας με γεύση βανίλια και κομμάτια στραγαλιού κοιμόταν δίπλα στη ψωμιέρα. Που να φανταζόταν ο καψερός τι γινόταν πίσω από τη πλάτη του.

Την ώρα που τα πλοκάμια του Θοδωρή συγχρονίζονταν υπερεντατικά με τα πλοκάμια της σουπιάς ο Χαρίτωνας ένιωσε μια ξαφνική κρυάδα και ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια του και κατευθύνθηκε προς το καλοριφέρ. Το σοκ που υπέστη ήταν ακαριαίο. Η ζέστη ήταν αφόρητη και το ταχίνι του δεν άντεξε. Σιγά σιγά άρχισε να χάνει τα στραγάλια του και μετά από μισή ώρα είχε λιώσει και είχε χυθεί στα πλακάκια.

Το γεγονός όπως ήταν αναμενόμενο μαθεύτηκε σε όλη τη κουζίνα. Πολλοί το θεώρησαν ως συνηθισμένο, η σουπιά ένιωσε στο πετσί της τη κατακραυγή , ενώ τα μπριζολίδια που ήταν και οι πιο ωραίοι γκόμενοι του χώρου άρχισαν να τη κοιτούν και να φαντασιώνονται μαζί της διάφορα.

Η ντροπή για τους μακεδονικούς χαλβάδες ήταν μεγάλη. Αυτή η ιστορία δε μπορούσε να μείνει έτσι . Έπρεπε να ξεπλυθεί και το μακελειό που θα επικρατούσε το περίμεναν όλοι. Ναι. Θα χυνόταν καυτό λάδι.

Το βράδυ οι χαλβάδες μαζέψανε όλη τους τη κρυμμένη δύναμη και έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους. Σκίσανε το σελοφάν τους , βγήκαν έξω και κατευθύνθηκαν προς το ψυγείο. Εντοπίσανε όλες τις ανοιχτές κονσέρβες με τα καλαμαράκια και απλωθήκανε κατά μήκος της χαράδρας. Τα καλαμαράκια σιγά σιγά άρχισαν να νιώθουν δυσφορία και το μάταια προσπαθούσαν να βρουν λίγο αέρα να αναπνεύσουν. Το τέλος τους ήταν αναπόφευκτο.

Ο Θοδωρής όμως ήταν ακόμα ζωντανός….. και το μυαλό του πιο κοφτερό από ποτέ.
Οι χαλβάδες γιόρτασαν τη νίκη τους γλεντώντας όλο το βράδυ. Κάνανε βουτιές στη πισίνα –λεμονόκουπα και τρίβανε τις πλάτες τους για απολέπιση στη κανέλα. Ερωτοτροπούσανε με τα φασολάκια πλακί και θεωρήσανε ότι η υπόθεση είχε λήξει.

Ο Θοδωρής άνοιξε όλες τις υπόλοιπες κονσέρβες με τα καλαμάρια και τους οργάνωσε να κρυφτούν καλά μέσα στο αλεύρι. Κάθισαν ακριβώς δίπλα στο τηγάνι. Το σχέδιο ήταν απλό. Όταν οι χαλβάδες πλησίαζαν θα εκτοξευόντουσαν και θα τους έριχναν μέσα στο τηγάνι.

Οι χαλβάδες αγουροξυπνημένοι και πάντα βαριεστημένοι ετοιμάστηκαν για τη καθιερωμένη συνάντηση με το ξαδερφάκι τους το φυστικοβούτηρο. Κάθισαν στη καφετέρια που ήταν στον αποροφητήρα ( είναι η πιο κλασάτη γιατί έχει ωραία θέα) και τα είπανε για καμία ώρα. Τα καλαμαράκια παρακολουθούσαν κάθε τους λέξη με τους ενσωματωμένους κοριούς που είχανε βάλει πίσω από κάτι ξεχασμένα κόκκινα αυγά που είχαν μείνει από το Πάσχα. Περίμεναν ήσυχα μέχρι να κατέβουν. Τα πάντα ήταν έτοιμα.

Ο μακεδονικός χαλβάς με γεύση ντεκαφεινέ αντιλήφθηκε το κοριό. Δε έπραξε όμως σωστά και φώναξε. Στιγμιαία τα καλαμαράκια πηδήξανε από το αλεύρι, οι χαλβάδες ξεσηκωθήκανε και η πάλη ξεκίνησε. Τηγάνια , κατσαρόλες, κουρτίνες λερώθηκαν. Η σουπιά παρακολουθούσε εκστασιασμένη το σκηνικό και μάταια προσπαθούσε να τους χωρίσει. Ο ταραμάς φοβήθηκε και κρύφτηκε στο πλυντήριο. Το αποτέλεσμα ήταν δραματικά. Τέσσερα καλαμαράκια νεκρά στο τηγάνι ( η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν όσο ξεροψημένα έπρεπε) και δύο χαλβάδες λιωμένοι πάνω στη σατέν κουρτίνα. Ο Θοδωρής ακόμα ζωντανός.

Μετά από αυτό επικράτησε ηρεμία στη κουζίνα. Ώσπου έφτασε η καθαρή Δευτέρα. Ο Θοδωρής σηκώθηκε πιο νωρίς από όλους. Πήγε στο δωμάτιο του παιδιού, πήρε έναν μαρκαδόρο και πριν ξυπνήσουν οι χαλβάδες – περπατώντας στις μύτες των πλακαμιών του- έγραψε κάτι πάνω στο σελοφάν τους.

Ημερομηνία λήξης: 15/10/06

Η μαμά ξεκίνησε να στρώνει το τραπέζι και έριξε μια τελευταία ματιά στις λιχουδιές.
Αμάν ρε Κώστα! Σου έχω πει χίλιες φορές να κοιτάζεις αν έχουν λήξει αυτά που αγοράζεις από το σούπερ μάρκετ.

Οι χαλβάδες το επόμενο πρωί βρέθηκαν νεκροί μέσα στη σκουπιδιάρα.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2007

Πέντε άχρηστες πληροφορίες

Η μαντάλο με τάγκαρε και δε μπορούσα να αντισταθώ.

1. Όταν ήμουνα μικρή μου άρεσε πολύ η Ευρυδίκη . Έχω όλες της τις κασέτες μέχρι το 95 και ακόμα θυμάμαι όλα τα τραγούδια της απ έξω. Επίσης υπάρχει ηχητικό ντοκουμέντο που τραγουδάω τα γνωστά άσματα « τρελαίνεις τη πυξίδα μου» και «μίσησε με δε με νοιάζει» με περισσή ερμηνευτικότητα και πάθος.
2. Βαριέμαι γρήγορα. Οτιδήποτε σταθερό με κουράζει και οτιδήποτε φαίνεται ως μόνιμο με αγχώνει. Από το να κάθομαι πάνω από μία ώρα σε μία καφετέρια μέχρι το να σκέφτομαι τον εαυτό μου στην ίδια δουλεία για πολλά χρόνια.
3. Είμαι κρυόκωλη και σνομπ όταν γνωρίζω καινούριους ανθρώπους. Πιθανόν να έχω πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου και από εκεί να πηγάζουν όλα αυτά. Κρατάω τα μπόσικα, φοβάμαι μη μου πάρουν τον αέρα και χειρίζομαι τις καταστάσεις με διπλωματία.
4. Έχω πλάκα και αυτοσαρκασμό. Είμαι συνήθως χαρούμενη και πολλές φορές κάνω τον καραγκιόζη για να ελαφρύνω το κλίμα. Είμαι ατσούμπαλη και σίγουρα αν ήμουν αγγλίδα θα έμοιαζα στον μίστερ Μπιν.
5, Έχω ένα σκίουρο που τον λένε Τομπρούλα που αυτή τη στιγμή είναι σε χειμερία νάρκη. Ξυπνάει κάθε 3 μέρες πίνει νερό, τρώει , χέζει και ξανακοιμάται. Του αρέσει να τρώει φυστίκια, μπανάνες , μανταρίνια και καρύδια και στις 25 Μαρτίου γίνεται 2 χρονών


Καταπιέζω τους Satya , Λέξλούθορ , Φάιτ Μπάκ, και Κατωπλαγιά να γράψουν επίσης πέντε άχρηστα πράγματα για εκείνους.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 13, 2007

Βαλεντάιζ μι



Ο Βαγγέλης καθώς ανέβαινε τη βουνοπλαγιά σκόνταψε σε μια κοτρόνα και έγλυψε με τη γλώσσα του το χώμα. Η Χρυσούλα είχε φάει πολύ και είχε πάρει δύναμη, έτσι έτρεχε πολύ πολύ γρήγορα και δεν αντιλήφθηκε τον μπροστινό της που ήταν πεσμένος κάτω. Σφύριζε και κοιτούσε ψηλά όταν έπεσε με φόρα πάνω στο σφρυγιλλό κωλαράκο του Βαγγέλη.

Ο Βάγκος βόξηξε καθώς η μάπα του έπεσε πάνω στα κλαδιά και εκείνη λερώθηκε από τα χώματα που σηκώθηκαν από τη σφοδρή σύγκρουση. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν στιγμιαία και στάθηκαν ακίνητοι και αμίλητοι. Έμελε αυτός τους ο έρωτας να είναι κεραυνοβόλος. Βλέποντας αστράκια ο Βαγγέλης προσπαθούσε μάταια να προσεγγίσει τη μορφονιά αλλά εκείνη προβάλλοντας σθένος και αυτοπειθαρχία αντιστεκόταν. Ήταν πολύ άσπρος για τα γούστα της και ομολογουμένος έμοιαζε και με πρόβατο. Τουρλώθηκε και έφυγε χωρίς να δώσει συνέχεια ενώ ξεστόμισε ένα απλό συγνώμη για την αναστάτωση.

Εκείνος αφού ξεσκόνισε τα πέταλα του και αφού χτένισε και τα μούσια του την κυνήγησε μέχρι τέλους. Μετά από δύο χιλιόμετρα κυνηγητού εκείνη άρχισε να του κάνει τα γλυκά μάτια και να του κουνιέται σαν αυτά τα γκλιν γκλον που κρεμάμε στα παράθυρα. Αν και οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές κάνανε βίαιο , αβυσσαλέο και βρώμικο σεξ με θέα τον πέλαγο. ( η γνωστή φράση επηδιόντουσαν σα τα κρι- κρι δεν είναι καθόλου μα καθόλου τυχαία).

Εκείνη τη στιγμή έπιασε τρελή βρόχα. Ο Βαγγέλης έτρεξε να κρυφτεί μέσα σε μία σπηλιά ενώ η Χρυσούλα δε χωρούσε ο Βάγγος δε σκέφτηκε ούτε για μία στιγμή να κουνήσει το κωλομέρι του για να κάτσει η καημένη. Την άφησε να στέκεται δύο ώρες κάτω από τη βροχή γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το λαμπερό μαλλί της να γίνει τζίβες. Άρχισε να κλαίει και τότε ο Βαγγέλης πλημμυρισμένος από τύψεις άρχισε να προσπαθεί να τα ξεμπλέξει. Εκείνη καθόταν ήσυχη και τον κοίταζε ενώ χαμηλώνοντας το βλέμμα χασκογέλαγε κρυφά.

Μετά από πέντε ώρες και όταν πια είχε νυχτώσει το μαλλί της Χρυσούλας ήταν πιο λαμπερό και πιο ζωντανό από ποτέ. Τότε ο Βαγγέλης έσκυψε να τρίψει τη μουσούδα του στη δικιά της. Εκείνη του γύρισε τη πλάτη χωρίς δεύτερη σκέψη και περπατώντας με γρήγορα και χοροπηδηχτά περίμενε να ακούσει τη κουδούνα του από πίσω της.

Ένιωσε πιο ηλίθιος από ποτέ. Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν και όταν κάθε τόσο συναντιόντουσαν στο κοπάδι δεν ανταλλάσανε καμία ματιά.



Το κοριτσάκι καθότανε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είχε αρχίσει να νυστάζει. Ο μπαμπάς και η μαμά της μιλάγανε ασταμάτητα και κοιτάγανε τα αξιοθέατα του χωριού. Εκείνο μύριζε τα τριαντάφυλλα που είχε κόψει από τον κήπο της γιαγιάς. Μετά τη στροφή ακούει κάτι περίεργα καμπανάκια. Λέει στο μπαμπά της να σταματήσει γιατί θέλει να κατουρήσει. Κάθεται πίσω από το θάμνο και κατεβάζει το παντελονάκι της. Ξαφνικά ένα κατσικάκι τη πλησιάζει. Του κρεμάει ένα τριαντάφυλλο δίπλα στη κουδούνα. « Θα σε λέω Βαγγέλη». « Χρόνια πολλά Βαγγέλη!»








 

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2007

Storming

Χρονοβατώ ανάμεσα σε εκείνο το αγόρι και στο σημερινό μου αδιέξοδο. Κλείνομαι όλο και πιο πολύ στο διθυραμβικό μου τίποτα και αγωνιώ για τις μοναχικές μου ιδιότητες.
Η μηδαμινή μου δύναμη κάνει τα χέρια μου να τρέμουν όταν αποφασίζω να ξυριστώ. Ναι. Κάποια βράδια, καμιά φορά, ξυρίζομαι. Στέκομαι για λεπτά όρθιος στον καθρέπτη και κοιτάω τα γένια μου να μου φωνάζουν ότι με σιχαίνονται. Και τότε τα κόβω. Σαν να εκδικούμαι τη φύση μου για την βαρετή μου συνέχεια.
Για δευτερόλεπτα το πρόσωπο μου καθαρίζει, μαζί και το αίμα μου. Το αίμα μου που αποσυνθέτω κάθε μέρα περισσότερο σα να θέλω να το κάνω να σταματήσει να κυλάει.
Ύστερα τραβάω μαλακία για να νιώσω πως είναι η ηδονή του να κάνεις κάτι ολομόναχος. Και συνειδητοποιώ ότι η ολοκλήρωση είναι κάτι που με αφήνει παγερά αδιάφορο σε όλα της τα παραλληλεπίπεδα. Υποψιάζομαι πως το αύριο μου είναι μισό , όπως μισά φαίνονται τα χύσια μου όταν καταλήγουν στο ζαχαρί πλακάκι με τα λουλούδια.
Και τότε σκέφτομαι λουλούδια… λουλούδια που με σπρώχνουν να θυμάμαι πως κάποτε είχα όνειρα και λέξεις που μπορούσα να πω. Κάποτε είχα και εκείνη που της έγραφα γράμματα. Ήταν όμορφη με μία καστανή κοτσίδα και κάτι δυνατά πόδια που με κλείνανε μέσα τους. Τώρα έχω τους τέσσερις τοίχους δικούς μου που δείχνουν να με προστατεύουν καθώς με ενσωματώνουν στα τούβλα τους όλο και πιο βαθιά. Ο ζουρλομανδύας μου με περιμένει ακούνητος στη πλάτη της καρέκλας και βλέπω τη ζωή μου να απομακρύνεται όλο και περισσότερο.
Κοιμάμαι το πρωί όταν βλέπω τους καθημερινούς ανθρώπους να πηγαίνουν στη δουλειά τους. Και το βράδυ ξυπνάω και ταξιδεύω στη χώρα μου ενώ μαζεύω από το τραπέζι τη ζάχαρη που έχω διασκορπίσει. Ο καπνός μου με ζαλίζει και με γυρίζει σε στιγμές που μέχρι πρότινος ήταν δίπλα μου και μία μία τις απομάκρυνα διεξοδικά.
Δε θέλω τίποτα. Δε μπορώ να καταφέρω τίποτα. Ρίχνω το κεφάλι στη λεκάνη μου. Ανεβάζω τα πόδια μου ψηλά. Θεέ μου, κάνε να ξυπνήσω και να είμαι ένας άλλος.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2007

Φιστικοπόλεμος

-Είσαι σήμερα να πάμε για περπάτημα? Και μετά να φάμε φιστίκια και να πετάμε τα τσόφλια κάτω.
-Αφού δε τρως φιστίκια ρε χαζό.
-Τρώω!
-Δε τρως. Δε σε έχω δει ποτέ.
-Ψέματα σου έχω πει. Μου αρέσουν πολύ τα φιστίκια. Τα κρύβω στο μαξιλάρι μου και τα τρώω το βράδυ.
-Και γιατί δε μου το είχες πει τόσο καιρό?
-Να, γιατί ντρεπόμουνα.
-Εμένα?
-Ναι εσένα.
-Μα δεν είναι τόσο κακό.
-Δεν ήξερα πως θα το πάρεις.
-Βασικά το είχα καταλάβει.
-Από πού?
-Ένα πρωί είδα ένα πρασινωπό τσόφλι στο δόντι σου.
-Και γιατί δε μου το είπες?
-Γιατί δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση.
-Μόλις με έφερες.
-Συγνώμη.
-Τουλάχιστον τώρα μπορώ να τρώω μπροστά σου.
-Τουλάχιστον τώρα μπορείς να τρως μπροστά μου.
-Έλα! Έλα! πάμε να φάμε.
-Εεεε τι κάνεις εκεί?
-Ψάχνω τις τσέπες σου. Έλα ρε. Δώστα μου!
-Μα δεν έχω μαζί μου σήμερα φιστίκια.

adopt your own virtual pet!