Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

Γαϊδουρόκομπος

Καθόμαστε όλοι μαζί στο καταπράσινο χαλί μας και μαζί με όλο μας το χάλι απολαμβάνουμε τη κρυστάλλινη βροχή που πέφτει βίαια στα πρόσωπα μας. Γύρω μας ξεραμένα κοτσάνια ενωμένα με σβηστά πρόσωπα που ηθελημένα προσπερνάμε.

Νυσταγμένη προσπαθώ να σηκωθώ γκρινιάζοντας για τη δύσκολη μέρα που ξημερώνει και η διπλανή μου βάζει λιπ γκλος για να τονίσει την υπαρξιακή της ανησυχία. Μικρά , τοσοδούλικα φυλλαράκια τρεμοπαίζουν στο αεράκι και στέκονται τέλεια , στημένα στα σγουρά μαλλιά ενώ εκείνος δεν έχει έρθει ακόμα κοντά αψηφώντας τις προσκλήσεις μου.


Τα αγγούρια έρχονται κατά πάνω μας ενώ μας περιγελούν συνθηματικά και μας κάνουν να αισθανόμαστε τσιμπήματα στο στήθος για τις χαμένες μας προκλήσεις. Και εκεί που καθόμαστε δροσεροί και αγέρωχοι παίζοντας στο μυαλό μας μαντολίνο έρχεται ο κύριος Στάθης με το δρεπάνι να μας κόψει για να μας κάνει σουφλέ για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι δίπλα στη μισόκιλι φίλη μου τη γαλοπούλα.

Λαχανιάζω μόνο στη σκέψη και θέλω να το βάλω στα πόδια αλλά με κόβει το λάστιχο από το καινούριο μου βρακί και κάθομαι στα αυγά μου για να μη δώσω κίνητρο. Δίπλα ακούγεται ο κύριος σπουργίτης που διαχωρίζει τα ψίχουλα του και τρώει μόνο το κανναβούρι σα μεταλλαγμένο φούξια καναρίνι.

Κρύβομαι πίσω από τον τόφαλο τον κύριο αγκινάρο και κοιτάω τον συννεφιασμένο ουρανό που μου κλείνει το μάτι. Η κύριος Στάθης κατά λάθος πατάει τα σκατά ενώ τραγουδάει με το μπάνικο αλέγκρο του στιλ….

Let me find you a filly for your proud stallion seed
to keep the old line going.
And we'll stand you abreast at the back of the woods
behind the young trees growing
To hide you from eyes that mock at your girth,
you're eighteen hands at the shoulder

And one day when the oil barons have all dripped dry
and the nights are seen to draw colder
They'll beg for your strength, your gentle power
your noble grace and your bearing
And you'll strain once again to the sound of the gulls
in the wake of the deep plough, sharing.

Heavy Horses move the land under me
Behind the plough gliding, slipping and sliding free
Now you're down to the few
And there's no work to do
The tractor's on its way.

(heavy horses – jethro tull)



Ο από πίσω το παίζει Κινέζος και όλοι μαζί ρίχνουμε όλο το φταίξιμο στο σκιάχτρο που δε κατάφερε να τρομάξει τη κυρία περιστέρα. Όου λόρντ , χέλπ ας γουιθ δις φάκινγ σιτουέσιον.

Καθώς κάθονται και κόβονται ένας ένας, τα χάπατα, εγώ κρύβομαι όλο και πιο βαθιά στο χώμα και πασαλείβομαι για να νιώσω και τη χαρά του τσαλακώματος. Τα παιδιά μου φωνάζουν ,ενώ τους φαντάζομαι λαχταριστούς να πλατσουρίζουν στο ζουμί τους. Ευχαριστιέμαι που έμαθα να ξεχωρίζω τις ιδιοσυγκρασίες και κατέρριψα όλες τις προβλέψεις μου.

Ανακουφίζομαι καθώς βλέπω τον κύριο Στάθη να απομακρύνεται και χαλαρώνω περιμένοντας. Και εκεί που κουνιέμαι για να βολευτώ λίγο καλύτερα και να απολαύσω επιτέλους αυτή τη γαμημένη μοναχική στιγμή ακούω βήματα από πίσω μου. Έρχεται και κάθεται ακριβώς από πάνω μου. Αι στο διάολο γλυκέ γαιδαράκο, πάνω μου βρήκες να κάνεις την ανάγκη σου?

Πετάει ο γάιδαρος?



Πετάει, πετάει!

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Συν 1

Πάλι ξεπέρασα τα ντεσιμπέλ μου. Κουκουλώνομαι κάτω από δίχτυα τρύπια κρατώντας πάντα το καλύτερο για το τέλος. Οι αντιστάσεις έχουν μπλοκάρει καθώς η είσοδος φρακάρεται με μονωτικό υλικό. Καλυμμένη πίσω από ισορροπίες, αντικρούω τον ακροβάτη μου που κάνει καραγκιοζιλίκια για να βγάλει το μεροκάματο και κάπου εκεί ξυπνάει το ξωτικό που μου λέει έλα λίγο ακόμα, λίγο ακόμα.

Είναι φορές όταν περπατάω που νιώθω ένα άγγιγμα δίπλα μου ξεχωριστό από όλα τα υπόλοιπα, που με κάνει να πιστεύω ότι το πιο όμορφο χέρι είναι αυτό που θα εφάπτεται τέλεια στο μπράτσο μου όταν πια αυτό θα έχει ωριμάσει. Σα τακούνι που σκαλώνει ανάμεσα στις πέτρες και στιγμιαία εύχεται να ήταν σπορτέξ με πολύχρωμα σχέδια.

Μετά κάθομαι και μετράω τα δικά μου πράγματα ένα ένα .Και προσπερνάω με περίτεχνο τρόπο τα δώρα και τις μυστικές συμφωνίες που έχω κάνει όπως ένας νονός της νύχτας τρώει καλαμπόκι σα παιδί στα σκοτεινά δρομάκια. Ύστερα, μην έχοντας το θάρρος να ορμίσω βουτάω πάλι τη μύτη μου στη ζάχαρη του κουραμπιέ για να στάξει η γεύση μέχρι το στόμα μου. Και τότε θυμάμαι τον καιρό που είχα ξεβάψει. Ήμουν άοσμη και άγευστη κοιτάζοντας σαστισμένη τον τροχό να κάνει τη δουλειά του.

Και σταθεροποιώ το βλέμμα μου που ποτέ δε με έχει προδώσει και ψάχνω χέρια. Και θέλω να κάνω τα χέρια δικά μου αυτή τη φορά χωρίς να εξηγήσω τους σκοπούς μου. Και να μπλεχτούν τα δάχτυλα και όλα μαζί να με κινήσουν σε ρυθμούς που μόνο διαφορετικά πόδια από τα δικά μου μπορούν να εμπνευστούν.

Ποτέ δε μου έλειψε η σταθερότητα γι αυτό πάντα την απομάκρυνα σα να ήταν ο χειρότερος εχθρός μου. Η εφευρετικότητα μου έβρισκε δικούς της τρόπους να περνάω καλά και χωρίς αυτή. Πίσω από την ασφάλεια μου έπαιζα μόνο με τα αεροπλάνα που ήθελα σα σπαστικό κωλόπαιδο που δε τρώει το φαΐ του.

Η συγκαλυμμένη επιφάνεια μου γυαλίζεται ρουθουνίζοντας λέξεις που ακούει καιρό τώρα και ταξινομεί τα χρονικά μου περιθώρια με περισσή ελαστικότητα περιμένοντας το κάτι μοναδικό.

Διακρίνω τις φλόγες που έρχονται κατά πάνω μου και χαμογελάω ξέροντας πια ότι θα με επαναφέρουν στη θερμοκρασία στην οποία έχω μάθει να ζω και γεμίζω όλη μου την αυταπάτη με νότες για να τις υποδεχτώ γεμάτη εκπλήξεις και να απολαύσω το τσουρούφλισμα μέχρι το τέλος. Γιατί έτσι ξέρω, έτσι έχω μάθει.

Τα αγαπάω τα λάθη μου. Τα αγαπάω τόσο πολύ που τα κάνω ξανά και ξανά. Αναθεωρώ σήμερα, μόνο για σήμερα μετρώντας τα ένα ένα και μετά θα γίνω πάλι μόνιμη κάτοικος του εαυτού μου για να βρω και τα υπόλοιπα. Και εκεί που λέω ότι κάτι έμαθα, πάλι μου λαμπυρίζουνε πράγματα και τρέχω προς τα εκεί. Αλλά πια με ξέρω καλά και δε σκοτίζομαι. Όσο βλέπω αντικείμενα που γυαλίζουνε, εγώ θα πέφτω με τα μούτρα.

Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος
Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός
Άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος
κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Ηθικοπλάστικ

Γεμίζει διστακτικά το ποτήρι με κόκκινο κρασί. Οδηγεί τα βήματα του στην σκουριασμένη , σιδερένια σκάλα. Ανεβαίνει στο πατάρι και κατεβάζει το παλιό κουτί. Ακουμπάει το ποτήρι στο πάτωμα και αφήνει αναπαυτικά το σώμα του στη μπεζ μοκέτα.

Το σχέδιο είναι έτοιμο σκεφτόταν καθώς φορούσε τις πράσινες μπότες του . Χαχ ο καημένος ο κηπουρός δεν έχει και πολλές ελπίδες. Έσυρε τα βήματα του στον καφέ δρόμο και οδηγώντας την άμαξα έφτασε στο καταπράσινο λιβάδι. Μέτρησε τις μαργαρίτες μία μία. Είναι τόσες πολλές! Στο μυαλό του είχε μόνο εκείνη. Είναι όμορφη. Τόσο όμορφη.

Ο δείκτης του ρολογιού τρέχει με μανία. Ακόμα πιο γρήγορα και από τα άλογα του. Έχει μαζί του το σπαθί. Του το είχε πουλήσει ένας γυρολόγος που για ένα διάστημα είχε προσλάβει στο παλάτι για αποθηκάριο. Τα μάτια του τώρα είχαν μια ανίκητη λάμψη. Τέτοια λάμψη που μόνο στα μάτια του νικητή μπορείς να δεις. Έφτασε μετά από πέντε λεπτά. Τα ειρωνικά τους χαμόγελα συναντήθηκαν δίνοντας έναν αδίστακτο χαιρετισμό. Η διαδικασία ξεκίνησε αμέσως , δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Το όπλο εκπυρσοκρότησε και σε δέκα λεπτά ο κηπουρός έπεφτε στο χώμα νεκρός. Νίκησε.

Πίνει μια γουλιά από το κρασί ενώ κλείνει τη τηλεόραση. Φαίνεται να τον ενοχλεί.

Κάθεται στη λίμνη και κοιτάει την αντανάκλαση του προσώπου του. Πόσο λίγο τη ξέρει τελικά. Έχει ακούσει τόσο για αυτή. Άσχημα, σχεδόν αποκρουστικά. Και όμως μόλις σκότωσε έναν άνθρωπο για να τη κάνει δική του. Έχει τη χειρότερη φήμη στο χωριό. Γυρνάει τα βράδια με τους ψαράδες ενώ το ξημέρωμα τη βρίσκει με μισοσκισμένο φόρεμα να περπατάει ξυπόλητη στα σκοτεινά δρομάκια. Οι άντρες τη φαντάζονται γυμνή στο κρεβάτι τους. Οι γυναίκες τη φθονούν. Είναι στο χωριό εδώ και δύο μήνες. Συμμετέχει σε έναν περιπλανώμενο θίασο που γυρίζει όλη τη χώρα. Είναι όλοι τους αλήτες και κακοντυμένοι. Μαζεύονται τις Κυριακές μετά τη παράσταση και μεθάνε ενώ η διασκέδαση τους συνεχίζεται χορεύοντας παραδοσιακούς χορούς.

Γυρνάει στο παλάτι του και κλείνεται στη κρεβατοκάμαρα. Σκέφτεται τη στιγμή που την πρωτοαντίκρισε. Τότε που τη θαύμασε ενώ χόρευε και τραγουδούσε πάνω στη ξύλινη σκηνή. Αμέσως κατάλαβε ότι την ήθελε δικιά του. Από τότε κάθε Πέμπτη και Σάββατο πήγαινε και την έβρισκε. Κάνανε έρωτα στα παρασκήνια ανάμεσα στις κούτες και τα ρούχα του βεστιαρίου. Ήθελε να τη κρατήσει για πάντα κοντά του αλλά το μυαλό του δε μπορούσε να σκεφτεί έναν εύκολο τρόπο. Τα βράδια γυρνούσε πάντα πίσω. Οι φρουροί ανοίγανε τα βαριά, σιδερένια κάγκελα και το πρωί τον έβρισκε να πίνει τσάι μαζί με τη βασίλισσα του στον καταπράσινο κήπο.

Πως περνάει η ώρα έτσι σκέφτεται. Πιάστηκε. Καθώς μεταφέρει το βάρος του στον αριστερό του γοφό ρίχνει το ποτήρι που αφήνει το χρώμα του πάνω στη μοκέτα. Βρέχει το πανί και αρχίζει να τρίβει με μανία . Ο λεκές απλώνεται ξεθωριάζοντας. Γαμώτο. Ήταν πανάκριβο.

Σήμερα είναι η γιορτή του σταφυλιού. Βάζει την επίσημη κάπα του και αναχωρεί. Οι ετοιμασίες έχουν αρχίσει από το προηγούμενο βράδι. Οι κάτοικοι τον καλωσορίζουν με φωνές και τραγούδια. Αναζωογονείται καθώς εκλαμβάνει την απόλυτη αναγνώριση και τον ολοκληρωτικό θαυμασμό. Μοιράζει ο ίδιος τα καθιερωμένα πουγκιά στους φτωχούς. Βλέπει τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα τους να εμπλουτίζονται με ευγνωμοσύνη. Λίγο πριν είχε αποκεφαλίσει δύο πρώην ρακένδυτους υπηκόους του. Το πλήθος παραλύει. Τα ποτήρια γεμίζουν, τα βλέμματα πετάνε σπίθες , καλάθια γεμάτα λιχουδιές και χοροί που αφήνουν τις αισθήσεις ελεύθερες.

Το τηλέφωνο χτυπάει επίμονα. Το αγνοεί καθώς βυθίζει το κορμί του όλο και περισσότερο. Κοιτάζει τα χέρια του. Το πράσινο πλαστικό έχει ξεβάψει πάνω τους.


Μη κλαις μικρή μου κουκλίτσα της έλεγε ενώ εκείνη έπεφτε ημίγυμνη στον χαρακωμένο δρόμο. Τη μάζεψε στοργικά στη παλάμη του και την έκλεισε σφικτά. Τόσο σφικτά που τα ιδρωμένα του χέρια δεν άντεχαν άλλο. Την άφησε εκεί που τη βρήκε. Στο πλακόστρωτο σοκάκι μαζί με αυτόν.


¨Δε μπορείς να έρθεις μαζί μου¨ της είπε. ¨Ο μόνος τρόπος για να με βλέπεις είναι να με υπηρετείς.¨
¨Δε μπορώ να το ανεχτώ αυτό. Όχι πια.¨
¨Δε κατάλαβες καλά. Δεν έχεις επιλογή¨
Τη χαστούκισε και με δύναμη την έριξε στο τοίχο. Εκείνη τον κοίταξε περιφρονητικά και έφυγε τρέχοντας. Όχι , δεν είχε τη δύναμη να τη κυνηγήσει. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδε.

Το επόμενο πρωί η βασίλισσα έκανε το καθιερωμένο περίπατο μαζί με το μικρό της γιο στο κήπο. Η υγρασία έκανε τα μαλλιά του να δείχνουν τόσο απροστάτευτα. Επεξεργαζόταν με τα μάτια του κάθε τι που η φύση απλόχερα του χάριζε. Ασφαλισμένος και εξασφαλισμένος λέρωνε με χώμα τα καινούρια του παπούτσια. Ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε.


Ντρινννννννννν . Έχει περάσει μία ώρα που έχει ανοιχτό το θερμοσίφωνα. Όχι, όχι. Δε μπορώ τώρα, σε λίγο, ψιθύρισε.


Ο μασκοφόρος εισέβαλε μέσα στο φαινομενικά αγέρωχο φρούριο. Το άλογο του όργωσε το χώρο αποφεύγοντας διεξοδικά τα πυρά. Μέχρι οι σωματοφύλακες να αντιδράσουν ήταν είδη πολύ αργά. Ο μελαχρινός άντρας άρπαξε τον μικρό και χάθηκαν μαζί αφήνοντας ένα σύννεφο από σκόνη.


Σηκώνεται και κλείνει το θερμοσίφωνα. Μπαίνει στη μπανιέρα και αφήνετε κάτω από το καυτό νερό. Η μουσική ακούγεται χαμηλά από το δωμάτιο. Βγαίνει γρήγορα έξω, σκουπίζεται άγαρμπα και ξανακάθεται στη θέση του.


Πόσο μικροί μοιάζουν τώρα. Δάχτυλα σε μία ιστορία απολύτως χειραγωγημένη. Ο βασιλιάς έχει μεγαλώσει πια. Το πρόσωπο του δείχνει μελαγχολικό και κουρασμένο. Η λύπη δεν έφυγε ποτέ από το πρόσωπο του όλα αυτά τα χρόνια. Το ταξίδι του ήταν δύσκολο άλλα δεν ήθελε να κοιμηθεί. Το μεσημέρι ξεφεύγει ύπουλα από τους αυλικούς του και πηγαίνει να γνωρίσει μόνος του το σχεδόν αφιλόξενο λιβάδι. Ο αέρας οδηγεί τα βήματα του σε ένα μικρό αγρόκτημα. Βλέπει εκείνη. Πόσα χρόνια άραγε να έχουν περάσει? Είναι όμορφη. Τόσο όμορφη. Μαζεύει τα ασπρόρουχα της ενώ μια αντρική φωνή σιγοτραγουδάει. Ο βασιλιάς κρύβεται για να μην τον αναγνωρίσει. Η φωνή αποκτά πρόσωπο. Ο όμορφος νέος της δίνει ένα καλάθι ενώ τη φιλάει απαλά στο μάγουλο. Η φυσιογνωμία του φαίνεται να του είναι παράλογα οικεία. Είναι όμορφος. Τόσο όμορφος.
Δε πλησίασε παραπάνω. Γύρισε τη πλάτη του και με γοργά βήματα πήρε το δρόμο του γυρισμού. Κατηφής και μόνος από εδώ και πέρα είχε μόνο μια εικόνα στο μυαλό του. Τη πριγκιπική όψη εκείνου του νεαρού.

Αρκετά. Φτάνει τώρα. Δένει τη γραβάτα του και κοιτάζεται στο καθρέπτη. Δυναμώνει τη μουσική και τραγουδάει. Sweet child in time, you'll see the line,
The line that's drawn between the good and the bad. Αποσυναρμολογεί τον κόσμο. Τακτοποιεί το κουτί και το κρύβει διστακτικά κάτω από το κρεβάτι.


Αρκετά. Φτάνει τώρα. Η ώρα είναι περασμένη. Κλείνω το ραδιόφωνο και ξαπλώνω. Τσου ,ούτε να το σκέφτεσαι. Τα δικά μου πλέι μομπίλ δε στα δίνω με τίποτα.

adopt your own virtual pet!