Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 01, 2008

roll

Παρακολουθώ τα μυρμήγκια πάνω στο τσιμέντο και γίνεται το στόμα μου ίδιο με εκείνο, γκρι , θολό και βρώμικο. Τρίβεται στο μαύρο δέρμα το παντελόνι σου και εμένα τα πόδια μου γίνονται κόκκινα και τα φυσάω για να μη πονάνε. Πλησιάζω για λίγο και τρέχω μήπως προλάβω κάτι πριν το χάσω. Και στροβιλίζονται τα αλάτια πριν προλάβεις να δεις το κίτρινο χρώμα και παραπονιέσαι. Προσπαθούμε να τραβήξουμε το σχοινί μέχρι να σπάσει και γελάμε όταν βλέπουμε το γκρι ποντίκι να γελάει. Θέλεις να κάνεις , δεν αντέχεις όταν χάνεις. Ψάχνεις, χορεύεις στο σκοτάδι , ζωγραφίζεις και σβήνεις , περπατάς και κοιτάς αν τα δάχτυλα σου έχουν μεγαλώσει. Υποψιάζεσαι πως κάτι αρχίζει να αλλάζει και το πνίγεις πριν το νιώσεις. Παίζω κουτσό , πετάω το πετραδάκι στο δέκα , παραπατάω και δε με βλέπει κανένας. Συνεχίζω , τελειώνω, κερδίζω.
Ξαπλώνει ανάσκελα , κλείνει τα μάτια στο σκοτάδι και χάνει το αστέρι που πέφτει. Δε παλεύει τον εχθρό. Ικανοποιείτε όταν εκείνος χάνει από μόνος του. Ακούει τον τρίτο .Ξέρει τι θέλει και το αφήνει να φύγει. Κόβει κομματάκια τις ιλουστρατιόν σελίδες και φτιάχνει καραβάκια. Οι ζωντανές τρίχες κάνουν κυκλάκια. Πετάει τα ποτήρια, αποθηκεύει γκιγκαμπάιτ στο mp3. Ζει λίγο από όλα. Πατάει στο ξερό κράσπεδο με αλυσίδες και κλίνει το μέταλλο σφικτά στο χέρι μη το δει κανείς. Φοβάται.
Παρακολουθώ την ακινησία με αποχαύνωση μη ακούγοντας κανέναν. Αγγίζω τη στιγμή σα μαρμελάδα που παραβιάζει το ψωμί. Δε δέχομαι να περιμένω αν και νιώθω τον αέρα να έρχεται κατά πάνω μου. Νιώθω ακόμα το άγγιγμα στη φύτρα, σηκώνω το φρύδι για να μη λυγήσω. Κοιτάω τα χέρια μου, δεν είναι όσο μεγάλα νόμιζα. Ανοίγω το ηχείο , θέλω να σε δω να τρίβεται το δέρμα στο παντελόνι και να φυσάω για να μη πονάει.

Πρόσεξα ότι με είδες που παραπάτησα.

If I knew the way,
I wouldn’t turn desiring into causing pain.
Later we could find ourselves adored,
and spread away the reason that were simply gone.

(Monika )

adopt your own virtual pet!