Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19, 2006

Ο τέταρτος όροφος

Η κορυφή του κεφαλιού του είναι άρτια μπερδεμένη με το σιδερένιο πλέγμα. Πιέζει όλο και πιο επίμονα σα να προσπαθεί να περάσει ανάμεσα από τις τρύπες των ακανόνιστων διαμέτρων. Ο διαβήτης του τρεμάμενος πια αγκομαχά να σχεδιάσει τις ακτίνες του. Εκείνος προτιμά να βλέπει κάποιες άλλες , λίγο πιο φωτεινές να αγγίζουν το βρώμικο άσπρο πλακάκι καθώς περνάνε μέσα από τα ελεύθερα λιγοστά εκατοστά που ο ίδιος έχει αφήσει.
Μαύρος, βρώμικος και ακατέργαστος σβήνει τις στιγμές του καθώς κοιτάει το καφέ υγρό σιγά σιγά να φουσκώνει πάνω από τη καυτή εστία. Προσπαθεί να μετρήσει τις φυσαλίδες ενώ εκείνες έχουν αρχίσει να υποχωρούν μεταμφιεζόμενες σε μία σκούρα κρούστα που επιπλέει στην επιφάνεια.
Τα βαθουλωμένα και τόσο περίτεχνα ενωμένα μαξιλάρια τον προσκαλούν να αφήσει το ταλαιπωρημένο κορμί του πάνω τους. Οι αγκώνες του τσούζουν θέλοντας να επαναστατήσουν για τη βίαιη εφαρμογή τους πάνω στα παλαιωμένα άκρα. Καίνε οι χορδές του καθώς τα χείλη του προσπαθούν να επεξεργαστούν τα ερεθίσματα που δέχονται από τη καυτή λάσπη που τα αγγίζει. Κλείνει τα μάτια για να γευτεί στο έπαρκο όλο το μεγαλείο που του προσφέρεται. Χαροπαλεύει με όλες του τις αισθήσεις ενώ προσπαθεί να εξηγήσει αυτό που η πιο απλή μαθηματική πράξη μπορεί εύκολα να σου αποδείξει. Προσθέτει τους αριθμούς του, πολλαπλασιάζει τα δευτερόλεπτα του, διαιρεί τις κατάρες του , διαγράφει τα υπόλοιπα του και μηδενίζει τους εκθέτες του.
Πατάει το κουμπί και νιώθει να ξεχειλίζει από τρυφερά αγριοκοιτάγματα , ηδονικές υποσχέσεις και βεβιασμένα τελειώματα….
May God bless and keep you always,
May your wishes all come true,
May you always do for others
And let others do for you.
May you build a ladder to the stars
And climb on every rung,
May you stay forever young,
Forever young, forever young,
May you stay forever young.


Σχεδόν είναι έτοιμος να αφεθει στην αγκαλιά του πιο ματαιόδοξου και τεμπέλη θεού. Η φυσαλίδα δεν ήταν ικανή να τον κρατήσει ενεργό ούτε καν για τα πρώτα απολαυστικά λεπτά. Ασφαλίζει τα μάτια, χαμογελάει με την συνηθισμένη χαλαρή αριστερή του κλίση και κοιμάται…

(Μένει μόνος του στο τρίτο πάτωμα μιας νεόχτιστης πολυκατοικίας. Δεν έχει πολλές παρτίδες με τους υπόλοιπους ενοίκους. Οι συναντήσεις τους ξεκινάνε με τη ψυχρή καλημέρα και κάποιες μέρες εμπλουτίζονται από μίζερες λέξεις στις συνελεύσεις. Έχει συνηθίσει τη μοναξιά του, έχει συνηθίσει ακόμα και αυτά τα τρομακτικά μοναχικά βράδια που κάνουν τους ποιητές του σήμερα να γράφουν λόγια και τραγούδια. Τις τελευταίες μέρες υπάρχει μια διαρκής κίνηση στο δρόμο του. Κάποιος μετακομίζει στον τέταρτο , στο διαμέρισμα του αξιωματικού που πήρε μετάθεση στη Κοζάνη. Δεν ξέρει ακόμα αν είναι άντρας ή γυναίκα. Οικογένεια , εργένης με σκύλο, ανεξάρτητη καριερίστα , φοιτητής , χωρισμένη με παιδί ή αναρχοαυτόνομος νεαρός. Δε θα ασχοληθεί παραπάνω. Οι μέρες πέρασαν. Οι φασαριόζηκες μεταφορές που του χαλάγανε τον ύπνο τελείωσαν και η ζωή του συνεχίζεται)

Τα χρώματα του παίζουν περίεργα σήμερα, δεν εντοπίζουν τίποτα παραπάνω από αυτό που ζητάει ο οργανισμός για την επιβίωση. Τα τελευταία βράδια κάθεται και αφουγκράζεται τους ήχους . Τους αφομοιώνει έναν έναν και τους μετατρέπει σε μελωδίες. Ζωηρά βήματα πάνω στο ξύλινο πάτωμα, κλειδιά που ανοίγουνε βαριές πόρτες, ανάσες άλλοτε μοναχικές , άλλοτε συγχρονισμένες. Κάτι τέτοιες ώρες κάθεται αναπαυτικά και κοιτάει το ταβάνι προσπαθώντας να ανακαλύψει τι βρίσκεται από πάνω του. Προσπαθεί να ακούσει έστω τη χροιά της φωνής αλλά δε καταφέρνει ούτε αυτό. Μέσα στη μονότονη μοναξιά του υπάρχει αυτή η ανάσα που του δίνει πάλι πίσω όλα αυτά που έχει χάσει. Η ανάσα αυτή , ενός προσώπου που ποτέ δεν έχει δει δίνει το εισιτήριο για το ταξίδι της ζωής του που φοβότανε να ξεκινήσει…

( Έχει περάσει ένας μήνας από την άφιξη του καινούριου ενοίκου. Έχει ακούσει γυναικεία φωνή. Δεν έχουν ακόμα συναντηθεί και δεν έχει ιδέα ακόμα γι’ αυτή. Είναι η παρέα του κάθε βράδυ. Νιώθει ζωντανός μόνο και μόνο επειδή την ακούει να ζει τόσο κοντά του. Πάνω που είχε συνηθίσει και αγαπήσει τη μοναξιά του ήρθε ένα άτομο για να τον κάνει να νιώσει ξανά το αίμα του καυτό στις φλέβες του που για καιρό είχαν σκουριάσει. Μετά από τόσο καιρό θέλησε κάτι. Ένα μόνο άτομο μπορεί να τον απαλλάξει από αυτή του τη βασανιστική ονείροξη…)

Ένα εκκωφαντικό κελαΐδισμα τον ξυπνάει. Το βαρύ του κεφάλι έχει γίνει ένα με το μαξιλάρι και αρνήτε να υποκύψει στις εντολές του. Οι γυμνασμένες του γάμπες αρχίζουν πάλι να ανακυκλώνουν μέσα στις φλέβες το αίμα του. Στηρίζεται τώρα με τους αγκώνες λίγο πάνω από τα γόνατα. Αφήνει πίσω του τα μαξιλάρια ενώ όλες του οι αισθήσεις βρίσκονται ακόμα σε καταστολή. Προχωράει βλέποντας την απόσταση του να μικραίνει και να γίνεται όλο και πιο ασφυκτική. Ανοίγει το φως και τη βρύση. Οι λάμπες φθορίου αφήνουν γαλάζιες αποχρώσεις στο μπλε περίβλημα. Κάθεται ακίνητος για δευτερόλεπτα και κοιτάει το νερό να πέφτει ορμητικά σα να φοβάται να νιώσει στο πετσί του τη ξαφνική αλλαγή της θερμοκρασίας. Χώνεται βαθιά μέσα στο οβάλ μπλε πλακάκι και καλύπτει με νερό κάθε γωνία του προσώπου του. Τεντώνει απότομα το κεφάλι του και κοιτάζει ευθεία στα μάτια τον αντικατοπτρισμό του. Τα ανακατωμένα μαλλιά του και τα αξύριστα μάγουλα του κρύβουν βαθιά τα έντονα καφέ του μάτια.

(Σήμερα αποφάσισε να το κάνει. Θα πάει να τη γνωρίσει. Είναι έτοιμος και τόσο πεπεισμένος ότι εκείνη είναι η μονή που μπορεί να του δώσει τη δύναμη που καιρό τώρα ψάχνει. Γεμίζει τον θώρακα του από οξυγόνο , βρίσκει την ένταση που χρειάζεται και ετοιμάζεται…)

Πέφτει απότομα πάνω στην ωχρή ντουλάπα και το εκκωφαντικό γτουπ του υπενθυμίζει την αποστολή του. Ισορροπεί πάνω στα στρογγυλευμένα δάχτυλα του καθώς ανεβάζει το καβάλο και ολοκληρώνει τη προσπάθεια λίγο πάνω από τον αφαλό. Το άσπρο πουκάμισο κρύβει τα κόκαλα της λεκάνης του ενώ ξεχασμένες μυρωδιές αρχίζουν πάλι να χοροπηδάνε σα ξωτικά. Τα κάτασπρα δόντια του ταιριάζουν τέλεια με την ηλιοκαμένη του επιδερμίδα. Είναι όμορφος , πραγματικά όμορφος. Τα άκρα του στόματος του τρέμουν ενώ τα χείλη του προσπαθούν να δροσίσουν την ξηρασία τους. Οι πρώτες γοητευτικές του ρυτίδες του υπενθυμίζουν όλα τα υπέροχα σαββατοκύριακα που έχει περάσει. Χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλα του πάνω στο τραπεζάκι γεμίζει το κοντολαίμικο ποτήρι με χρυσή σκόνη μέχρι τη μέση. Τα συνηθισμένα σωθικά του σε τέτοια ερεθίσματα δεν ικανοποιούνται. Ξαναγεμίζει, αυτή τη φόρα μέχρι το στόμιο. Συγχρόνως φέρνει στο στόμα του το τυλιγμένο χαρτί. Γεύεται μία από τις ελάχιστες ηδονές του λίγο πριν ξεκινήσει. Κολλάει τη πλάτη του στο τοίχο, χαλαρώνει τους μυς του και απολαμβάνει την απόλυτη ελευθερία του.
Κοιτάει τη σάλα του παλατιού του. Το άσπρο πανωφόρι του τραπεζιού έχει καφέ κηλίδες από το άγαρμπο ξύπνημα του. Κοινότυπες φυλλάδες σέρνονται δίπλα, ενώ οι ζωγραφιές του έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Η θήκη του φαγητού του με ένα ξεραμένο κομμάτι κρέας ακριβώς μπροστά από το άψυχο τετράγωνο κουτί. Το σάλι του αναπαυτικού επίπλου πεσμένο κάτω και στο μωσαϊκό ακατάστατα διαφανή τετραγωνισμένα πλαστικά που φυλάνε νότες. Τα μπεζ ριχτάρια δίπλα στη τζαμαρία σε συνδυασμό με το σκοτεινό τοπίο τονίζουν τα έντονα χρώματα. Στον κύλινδρο μωβ και σκληρά κοτσάνια λίγο πριν την έξοδο.
Βάζει τα κλειδιά στη τσέπη, κλείνει τη πόρτα πίσω του και βγαίνει στο διάδρομο. Καλεί το ασανσέρ την ίδια ώρα που αποφασίζει να ανέβει με τα πόδια. Χάνεται στα πιο γνώριμα σε εκείνων σημεία. Νιώθει να ζαλίζεται . Αρχίζει να υποψιάζεται. Φτάνει έξω από τη πόρτα. Ακούει πάλι ρυθμικά τους ήχους που παρακολουθούσε τόσο καιρό. Έχουν πια γίνει δικοί του . Χτυπάει το κουδούνι και ανυπόμονα περιμένει. Περιμένει. Αρχίζει να καταλαβαίνει. Το χέρι του διασχίζει τη διαδρομή από τη σκισμένη τσέπη μέχρι τη κλειδαριά. Ανοίγει. Μπαίνει μέσα. Είναι όλα γνωστά και είναι μόνος του. Ακαταστασία. Το κάλυμα του καναπέ στο πάτωμα. Το τραπεζομάντιλο λερωμένο από χυμένο καφέ, στοίβες από εφημερίδες και cd, μισοφαγωμένα φαγητά μπροστά από τη κλειστή τηλεόραση, οι μπεζ κουρτίνες ταιριάζουν άψογα με τους μπορντό τοίχους και στο βάζο δίπλα στη πόρτα αποξηραμένα λουλούδια από μία παλιά γκόμενα.
Η συντροφιά τώρα πια έγινε δική του. Ότι ζητούσε ήταν εδώ πάντα και ποτέ δε τον είχε αφήσει. Η δύναμη είναι η μεγαλύτερη ουτοπία. Χαμογελάει σα να ήξερε πάντα. Γιατί τελικά η μεγαλύτερη δυσκολία δεν είναι να βρεις μια ανάσα, είναι το να ταυτιστείς απόλυτα μαζί της. Και τώρα πια κατάλαβε ότι ο μόνος τρόπος για να το καταφέρει αυτό είναι πρώτα να μάθει να αναπνέει σωστά.


May your feet always be swift,
May you have a strong foundation
When the winds of changes shift.
May your heart always be joyful,
May your song always be sung,
May you stay forever young,
Forever young, forever young,
May you stay forever young.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 13, 2006

Μου το έκοψες στη μέση.

Είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που η αναισθησία τους χτυπάει κόκκινο και κάνει τα νεύρα να παίζουν μαντολίνο. Λίγα πράγματα με ταρακουνάνε και λίγα είναι αυτά που μπορούν να με βγάλουν από τον κόσμο που έχει κατασκευάσει το κεφάλι μου. Είμαι έτοιμη να σου αποκαλύψω τον τρόπο που μπορείς να με εκδικηθείς. Αν σου έχω φάει τη θέση στο λεωφορείο, τον γκόμενο ή το φαΐ. Αν σε έχω παρατήσει μέσα στο κρύο με τιγρέ φανελάκι, αν με έχεις πάρει τηλέφωνο και δε το έχω σηκώσει, αν σε κοροϊδεύω φάτσα φόρα ή πίσω από τη πλάτη σου ( ναι , το κάνω και αυτό), αν με θεωρείς φίδι κολοβό , αδίστακτη και αιμοβόρα, κάτσε αναπαυτικά στη καρέκλα σου και σκάσε χαμόγελο αστραφτερό γιατί σήμερα είναι η μέρα σου. Το λέω εμπιστευτικά και μόνο σε σένα και αν σε πιάσω να το ξερνάς πουθενά να ξέρεις την έχεις βάψει.


Η Μαρία: 2 ποιντς
Τη Μαρία είχα να τη δω πολύ καιρό. Ήταν στη Κρήτη και θα ερχόταν για μία βδομάδα. Την είχα πεθυμήσει. Αποφάσισα να τις χαρίσω ένα σαββατοκύριακο. Ακύρωσα τα πάντα και έγραψα τους πάντες για να είμαι με τη Μαρία. Θα πηγαίναμε στην Ύδρα να γκομενίσουμε, να γελάσουμε και να θυμηθούμε τα παλιά. Τρελό κέφι η δικιά σου. Είχα να το κάνω πολύ καιρό αυτό. Δύο μέρες πριν μου ανακοινώνει ότι το Σάββατο παντρεύεται η ξαδέρφη της κουνιάδας της μαμάς της και είναι απαραίτητο να παρεβρεθεί και αυτή στο γάμο.
Όλο το σαββατοκύριακο έσπαγα καρύδια από τα νεύρα μου.

Η μαμά μου: 4 πόιντς
Δέκα παρά τέταρτο σκάει τηλέφωνο:
- Εεεεεελα καρδούλα μου.
- Έλα μαμά.
- Θες όταν τελειώσεις τη δουλεία να πάμε για ψώνια. Θέλω να σου πάρω και ένα δώρο.
- Φυσικά!!!! Θέλω πολύ να περάσουμε μαζί ένα απόγευμα!

Τέσσερις και μισή σκάει ανησυχητικό τηλέφωνο:
- Ευάκι μου τελικά δε μπορώ. Να το κάνουμε μια άλλη φόρα. Θα πάω να παίξω Μπιρίμπα.
- ΕΧΩ ΚΑΝΟΝΙΣΕΙ ΟΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΟΥ ΛΕΣ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ?
Τέλος τηλεφωνήματος. Της το έχω κλείσει στα μούτρα.

Ο Γιάννης : 6 ποιντς
Έπρεπε να μείνω Χαλκίδα ένα βράδυ. Την επόμενη 7 το πρωί είχα δουλεία. Καταχαρούμενος ο Γιάννης που θα με φιλοξενήσει με ρώτησε και τι φαγητό θέλω να μου μαγειρέψει, τι σεντόνια θέλω να μου στρώσει, τι έχω όρεξη να κάνουμε το βράδυ , μέχρι και να ξυπνήσει πουρνό πουρνό προθυμοποιήθηκε για να με πάει στη δουλεία μου.
Εκεί λοιπόν που είχα καταβολευτεί με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει ότι τελικά θα είναι Αθήνα.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα στις τέσσερις.


Ο Γιώργος: 8 πόιντς
Προχθές το βράδυ είχαμε κοριτσίστικη βραδιά. Βλέπαμε 48 επεισόδια του sex and the city , διαβάζαμε κοσμοπόλιταν και βάφαμε τα νύχια μας. Και εκεί που βρισκόμουνα στο μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής μου ( κόκκινο νύχι ή όχι) με παίρνει τηλέφωνο ο Γιώργος. Ο Γιώργος είναι φαντάρος στον Έβρο και είχε έρθει για τέσσερις μέρες. Η ώρα ήταν 12 και μέσα σε ένα πανικό μου λέει «χώρισα, δεν είμαι καλά» . Κατά βάθος είμαι πού καλός άνθρωπος. Εκεί λοιπόν που φόραγα την άσπρη μου τη φόρμα, το πράσινο ριγέ μπλουζάκι μου και τις λαχανί παντόφλες μου τα μαζεύω και πάω να τον συναντήσω…
Ο χωρισμός ήταν ένα μπινελίκι που του έριξε επειδή όταν γύρισε δεν τη συνάντησε την ίδια μέρα.
Όπως όλοι πολύ καλά καταλάβατε έφυγα στη μέση που η τύπισσα αποφάσιζε να γίνει μονογαμική και από το τιμόνι μου χάλασε και το νύχι.


O Μπάμπης: 10 πόιντς.
Μεγάλο κόλλημα ο Μπάμπης. Κόλλημα του λυκείου. Δύο χρόνια έρωτας. Βγαίναμε ένα χρόνο. Δεν είχαμε τίποτα σοβαρό και κανείς δεν είχε πρόβλημα. Όλοι καλά και όλοι ευχαριστημένοι μέχρι που ο Μπάμπης μου σκάει το παραμύθι για σχέση. Για μένα σχέση σε ηλικία κάτω τον 18 δεν υφίσταται. Μη σας πω και πάνω των 18. Συνεχίσαμε στο έτσι και πάνω που είμαι έτοιμη να αλλάξω γνώμη τα φτιάχνει με την Ειρήνη. Ακόμα να το ξεπεράσω.

Εγώ: 12 πόιντς
Ήμουνα στη Πλάκα. Μια καλοκαιρινή υπέροχη βράδια. Είχα τη καλύτερη παρέα και πέρναγα υπέροχα. Από τις λίγες φορές που έχω νιώσει πως είμαι τη κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος , με τα κατάλληλα άτομα. Εκεί που περπατούσα περνάμε έξω από μία κρεπερί και θυμάμαι ότι πριν φύγω από το σπίτι είχα φτιάξει τηγανιτά αυγά. Τα είχα φτιάξει στο μάτι της κουζίνας. Το δεύτερο αριστερά. Το είχα κλείσει? Δε θυμόμουν την κίνηση. Λες να γίνουμε μπουρλότο? Μήπως πρέπει να γυρίσω να δω? Ήμουν σίγουρη. Τελικά γύρισα. Το μάτι ήταν κλειστό.


Την έβαψα. Δεν έπρεπε να το πω. Αλλά τώρα που στο είπα θα είμαι υποψιασμένη ότι ξέρεις και το κάνεις επίτηδες. :-)

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 03, 2006

Immerse your soul...

Το καθαρότερο εγώ μου είναι αυτό που κάθε στιγμή που περνούσε άγγιζα λιγότερο. Τόσο απόμακρα , μα τόσο επίμονα μέχρι να χαθεί τελείως κάτω από τη σκόνη που η ίδια άφηνα. Όπως τότε που μοίραζες τα χαρτιά και εγώ γκρίνιαζα και επέμενα ότι ήθελα μόνο τα κόκκινα. Και η ντάμα έγινε του δρόμου και το κόκκινο άρχιζε να ξεθωριάζει. Η ντροπή της αναγνώρισης παρουσιάσθηκε μπροστά μου , ήρθε σαν άλλοτε μαζί με εκείνη τη ντροπή καθώς έκλεινε στη χούφτα το κλεμμένο αυτοκόλλητο.

Αυτό που γράφτηκε χάθηκε σα να μην είχε τίποτα ουσιαστικό να δηλώσει. Γύρισε πάλι μπροστά μου , αυτή τη φορά με δικά του λόγια. Ηρθε μαζί με εκείνο το φόβο που ερχόταν κάθε φορά που κοίταζα τη χρωματιστή ρόδα να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά.

Μα τώρα πια έχω κατοχυρώσει. Έχω κατοχυρώσει αυτό που δε μου ανήκει. Όπως έκανα και με εκείνη την αγκαλιά, όταν ήμασταν μόνο ο ένας για τον άλλον ενώ το τηλέφωνο σου χτυπούσε… Τώρα πια δε γνωρίζω τίποτα. Δε θυμάμαι ούτε αυτά που πάσχισα για να μάθω και περήφανη καυχιόμουνα ότι ήξερα.

Θυμάμαι… κοιτάζω και θυμάμαι. Απομακρύνομαι όλο και πιο πολύ από το πιο γνώριμο σε μένα πρόσωπο. Απομακρύνομαι όπως έκαναν και τα λεπτά εκείνο το τόσο μοναδικό απόγευμα που καθόμασταν και κοιτάζαμε το τασάκι να ξεχειλίζει από τσιγάρα και από όνειρα.

Η στιγμή που ήταν πολύτιμη θυσιάστηκε στο αύριο που τώρα πια είναι ότι πολυτιμότερο έχω. Διώχτηκε βίαια όπως βίαια μας απόκρινε μαζί ο αέρας μέσα σε εκείνη τη σαπισμένη βάρκα.

Αυτό που πάντα πιο πολύ επιθυμούσα είναι αυτό που πεισματικά αρνιομουνα να ζήσω. Χωρίς λόγο, καμιά αιτία, πουθενά η αφορμή. Μονό περπατούσα τυφλή μη ξέροντας πως είναι να ανοίγω τα ματιά. Όπως δε τα άνοιξα ούτε τότε που εσύ σπάραζες μέσα σου και εγώ συνέχιζα να σιγοψυθηριζω το τραγούδι μου. Ο ρυθμός έντονος, ρυθμικός μα ώρες ώρες διακεκομμένος. Όπως ήταν και τα λόγια μου ενώ προσπαθούσα να σε πείσω για το ψέμα που νόμιζα ότι πίστευα.

Κάτι υπάρχει τώρα πίσω από την ανάσα που νιώθω στο λαιμό μου, κάτι που με κάνει να ξεχνάω την υστερία μου. Το παγωμένο κοντάρι έχει αρχίσει να με πνιγεί. Με σκουντάει παιδιάστικα και γλυκά σα το δικό σου σκούντημα μονό και μονό επειδή δε μπορούσες να βολευτείς.

Τα κατωτέρα ένστικτα μου ξυπνάνε. Αυτά που χειραφέτησα για να είμαι έτοιμη αργότερα να καταστρέψω. Τώρα όμως καίει η ζήλια τόσο έντονη και τόσο μα τόσο μοχθηρή όπως με έκαιγε όταν είδα εσένα να κερδίζεις αυτό που εγώ ποτέ δε παραδέχτηκα ότι ήθελα.
Η απομόνωση της αυτοκυριαρχίας φαντάζει σήμερα τόσο βαρετή. Επιθυμία της ολοκλήρωσης, ολικής και ουσιώδης σα την ιδία επιθυμία που σκιρτιζε μέσα μου καθώς τα ματιά μου γδύνανε και ανακαλύπτανε το ανεξερεύνητο περιεχόμενο.

Τώρα θέλω να ακούσω. Τώρα μπορώ να μεταφράσω τους στίχους που τόσο καιρό νόμιζα ότι ήταν σε γλωσσά που ήξερα. Να ακούσω και να καταλάβω αυτό που πεισματικά αρνιομουν να δεχτώ όταν ο κιτρινισμένος τραγουδιστής με προσκαλούσε να βυθίσω τη ψυχή μου στην αγάπη.

Αναζωογόνηση και αγωνιά. Καθώς έλουζε το είναι μου ενώ ο αέρας τρύπωνε στο αυτοκίνητο και πάγωνε το αριστερό μου μάγουλο. Και διπλά μου η αίσθηση ότι κάποτε υπήρχε και αυτό εκεί.

Τώρα πια δε ντρέπομαι να ομολογήσω το μεγαλύτερο φόβο μου. Το φόβο ότι δε θα σταματήσω ποτέ να γυρίζω ποτέ γύρω γύρω . Μα ένας ακόμη μεγαλύτερος φόβος, μου θυμίζει ότι κάποια στιγμή η αναπόφευκτη ζάλη θα με αναγκάσει να κάτσω απότομα και πίσω θα υπάρχει μόνο ένα φρεσκοβαμμένο παγκάκι που θα αφήσει πάνω μου τσόφλια από χρώμα.

Το καμμένο μαλλί εφάπτεται στον κίτρινο τοίχο. Δένεται μαζί του τόσο ολοκληρωτικά και τόσο ισχυρά όσο ποτέ δε δέχτηκα να δεθώ. Και γύρω μου χαμογελά. Χαμογελά που για μια στιγμή μου χαριστήκαν και από τότε έγιναν ολοτελα δικά μου. Τώρα το εγώ ζητάει να κάνει παρέα με το εσύ που σε όλους τους αιώνες βρισκόταν από κάτω του.

Ο ρόλος δόθηκε μα ο πρωταγωνιστής αρνηθηκε. Όχι αλλά θύματα. Δε μπορώ αλλά θύματα. Τα μετρά μπορούν να γίνουν εκατοστά αν μπορέσεις να ζωγραφίσεις με χρώματα τη νοητή γραμμή. Κρύψε με μέσα στη πλαστελίνη σου. Τώρα θέλω, τώρα μπορώ. Κάντο σήμερα γιατί αύριο πάλι θα θέλω να γυρίσω πίσω. Σε παρακαλώ… έλα και άνοιξε μου το φως.

adopt your own virtual pet!