Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Ο τρομοκράτης, το κούρεμα και η τραχανόπιτα. (σίκουελ)

Πρόλογος:
Εχθές το βράδυ είδα ένα εφιαλτικό όνειρο. Ήμουνα λέει σε μία λίμνη από αυτές που δείχνουν οι ταινίες κάθε Κυριακή μεσημέρι. Βαρκάρω πάνω σε ένα καΐκάκι που το ονόμαζα γόνδολα και ψάρευα παπούτσια με μία απόχη. Και εκεί που είχα συμπληρώσει όλη τη χρωματική γκάμα μου και είχα τακτοποιήσει όλα τα παπουτσάκια μου στο πίσω μέρος του ψαροκάικου , ξάφνου, σκάγανε κροκόδειλοι και αντί να φάνε εμένα τα χαζοβιόλικα ζώα τρώγανε τα παπούτσια. Και εκτός του ότι θυμήθηκα τη ολ τάιμ κλάσικ ταινία με το γιγάντιο καλαμάρι , θυμήθηκα και εκείνο το πατούμενο που είχα χρυσοπληρώσει και σε δύο βδομάδες μου είχε σκιστεί η κίτρινη ραφή στο πλάι και μετά δεν είχα πώς να πάω για καφέ τη Κυριακή το μεσημέρι. Και για να μη τα πολυλογώ όλη αυτή η παράνοια με οδήγησε στο να θυμηθώ αυτόν τον μακρυμάλλη θεογκόμενο που έβλεπα στον ύπνο μου όταν ήμουνα παιδούλα στις φούριες μου ( αν δεν ήθελα να ρίξω το λογοτεχνικό μου επίπεδο θα έλεγα κάβλες μου). Και αν υποθέσουμε ότι το λουκουμάκι ήταν τότε γύρω στα τριάντα τώρα κοντεύει να σαρανταρίσει. Αράζω λοιπόν στον καναπέ βλέποντας σαρβάιβορ Τουρκία – Ελλάδα γιατί σαν Ελληνίδα που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να τη πάθω και εγώ την υστερία που οι μουστακαλήδες μας φάγανε λάχανο στην αποστολή και κερδίσανε μια πίτσα με μπέικον, μανιτάρια και αβοκάντο, σφίγγω τα μάτια για να μπορέσω να κοιμηθώ και επειδή η επιθυμία πάντα νικάει κοιμάμαι σα πουλάκι.

Το όνειρο σήμερα:


Πληκτρολογεί το τετραψήφιο με τα ακροδάχτυλα του να ψειριάζουν. Καθώς περιμένει γυρνάει λοξά πίσω του και βλέπει τα ξανθά μαλλιά της να τελειώνουν εκεί ακριβώς που αρχίζει η βάτα από το σακάκι της. Παίρνει τον φάκελο, ρίχνει μια ματιά στην απόδειξη για να δει το υπόλοιπο , ρίχνει και άλλη μία στη γάμπα της από πίσω και προχωράει. Πατάει το κουμπάκι , ανοίγει τη πόρτα και κάθεται αναπαυτικά στο κάθισμα από δέρμα ουρακοτάνγκου. Βάζει ντέρτι φμ και κλείνει ερμητικά τα παράθυρα μη τον πάρει χαμπάρι και κανά μάτι. Έχει είδη νυχτώσει και δείχνει αφηρημένος. Περνάει τα φανάρια της λεωφόρου, στρίβει αριστερά και εκεί που του μένει μόνο το γκλιν- γκλον για να μπει στο γκαράζ του βλέπει κάτι φώτα να έρχονται κατά πάνω του.

Όχι τα φώτα δεν ήταν διαστημόπλοιο με ούφο. Ήταν η ξάνθια, ναι αυτή με την ωραία γάμπα, που πριν από 5 δευτερόλεπτα θυμήθηκε ότι είχε λερώσει το πατάκι με σοκολάτα αμυγδάλου. Ε, και επειδή κάποιος καραγκιόζης είχε τη φαεινή ιδέα να βάλει το φρένο και το γκάζι δίπλα δίπλα συν του ότι η ξανθιά δεν είχε και το μυαλό του Ναπολέοντα να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα έγινε το μπάμ και πάρε κάτω τα ψυγεία από το τζίπ.
« Ρε ηλίθια , δε βλέπεις μπροστά σου?» , « Όχι ρε πούστη μου με το ζώο που βρέθηκε μπροστά μου». Και μετά από όλα αυτά τα χαριτωμένα και με το μάτι του να βγάζει σπίθες σαν αυτές που έβγαζε η λερναία ύδρα έπαθε η ξανθιά πανικό και έβαλε τα κλάματα. Αντί να ανάψει ένα κερί στη εκκλησία της Γουαδελούπης για τη τύχη που είχε να τρακάρει με αυτό το παλικάρι που είναι βγαλμένο από τις διαφημίσεις τη πιάσανε και τα ζουμία.

-Εκείνη τη στιγμή άλλαξα πλευρό γιατί συγχύστηκα από την αχαριστία των ανθρώπων και έχασα κάποια επεισόδια. Ξαναέκανα την επαφή μου μετά από τέσσερα ωριαία γιατί εμένα τα όνειρα μου πάνε και με ρυθμό Παπακαλιάτη. –

Τους βρήκα λοιπόν να πηδιούνται στη κουζίνα του , δίπλα ακριβώς από τον βραστήρα σε πλήρη συγχρονισμό με τον ήχο του ψυγείου. Μετά το πέρας του επτάλεπτου , ο χρόνος μας πιέζει δε θέλω σχόλια, αυτή ντύνεται και προχωράει στη κρεβατοκάμαρα. Πάνω στα μπορντό σεντόνια βρίσκει το μονόμετρο και επειδή όταν βρίσκεις τέτοιον άντρα τον σβερκώνεις για να μη σου φύγει πέφτει κατάχαμα από τη ζαλούρα της ευτυχίας και όλα δείχνουν να παίρνουν τον δρόμο τους.

-Συμβούλιο σαρβάιβορ, οι δικοί μας έχουν μείνει με τα σώβρακα, πρέπει να ξυπνήσω να δω τι θα γίνει-

Ξύπνησε πιο νωρίς από εκείνη. Δεν την ενόχλησε. Έφαγε πέντε φέτες κέικ, έβαλε το τσακιστό του παντελόνι και φεύγοντας έδωσε και είκοσι ευρώ στον Αλβανό που καθάριζε τη πισίνα. Είχε τα νεύρα του από εχθές που η ξανθιά του είπε ότι το βράδυ θα έρθουν σπίτι ο Λιβανέζος πατέρας της, η νευρωτική πρώην φωτομοντέλο μάνα της και ο γκέι αδερφός της. Μέσα σε όλα τον ανάγκασε να πάει και στο σούπερ μάρκετ για να αγοράσει κινέζικο μπάρμπα Στάθης . Πριν όμως από όλη αυτή τη βραδινή σιέστα έχει να κουμαντάρει τον απαίσιο σεκιούριτι, το ξεκωλάκι στη ρεσεψιόν, τον κομμουνιστή διευθυντή οικονομικών και πολλούς πολλούς υπαλληλίσκους που απεργούν οι καραγκιόζηδες σε κάθε ευκαιρία. Έχει και να πάρει και δύο συνεντεύξεις για τη καινούρια θέση και το μεγαλύτερο χτύπημα είναι ότι ο ένας είναι πρώην πρεζάκι που έχει το θράσος να βρεθεί στο δρόμο του και ο άλλος αξιόλογος ναι μεν αλλά πολύ σοκολατί και έχουμε και πάρε δώσε με κοσμο.

-Τέλος σαρβάιβορ- ο Τούρκος τη πέφτει στη δικιά μας. Πρέπει να φωνάξω για να την αποτρέψω από το μεγάλο της λάθος.

Φτάνει στο σπίτι νωρίς ενώ η ξανθιά έκανε μπάνιο με βότανα, λεβάντες και κεριά στο άρωμα του σάπιου μήλου. Ψάχνει τη φωτογραφία του γάμου του και αφού ανακατεύεται με τα πουλόβερ, τη φανέλα από το ποδόσφαιρο, κάτι αφίσες μαλλίαδων , βιβλία από διάφορους άσχετους παλιομοδίτες ρομαντικούς βρίσκει ένα χαρτί που μοιάζει με απολυτήριο. Και είναι απολυτήριο. Απολυτήριο της γυναίκας τους από το πιο ιν φρενοκομείο της Ευρώπης στο οποίο σου προσφέρουνε όλα τα κομφόρ και τις ανέσεις. Και εκεί λοιπόν που μετράει τις συμφορές που μπορεί να σου προκαλέσει ένα μηχάνημα ανάληψης μετράει και το χρόνο που του απομένει για να απαλλαγεί από την τρελή, τον αγρίκο πατέρα της ,την νευρωτική μάνα της και από εκείνη την αδερφάρα που του σερβίρανε ως κουνιάδο.

Ο Αλβανός ακόμα να καθαρίσει αυτή τη γαμοπισίνα που δε χρησιμοποιεί κανείς. Έχει νυχτώσει για τα καλά και αυτός εκεί γυροφέρνει. Αν δεν ήταν Αλβανός θα ήταν σίγουρος ότι του πηδάει τη γυναίκα αλλά αυτή έχει και ένα α γούστο. Γούστο δε λες τίποτα. Είναι πολύ τυχερός που η μοίρα την έστειλε στα σκαλοπάτια του όταν είχε κόψει αυτή την απαίσια κοτσίδα. Και είχε προλάβει να βγάλει και τις γαλότσες και την χιλιοφορεμένη πράσινη φόρα. Ξεφυσάει κάνοντας αυτή τη σκέψη και ξαναφουσκώνει σκεπτόμενος τη παλαβή ζουρλογυναίκα του να του επιτίθεται με κατσαριδοκτόνο , να τον τεμαχίζει και να τον αποθηκεύει δίπλα στο βούτυρο.

- δεν έχει άλλο σαρβάιβορ άλλα πρέπει να διακόψω για να πάω στην επόμενη σκηνή-

Το βραδινό γεύμα λοιπόν είναι ένα φιάσκο. Το περνάει με έναν ανατολίτη αμόρφωτο μπάρμπα, μια τρελόγρια, έναν κακάσχημο ανώμαλο και τη καλόβολη κουκλάρα γυναίκα του αμφιβόλου πλέον προελεύσεως. Σήμερα έχει όλα τα λεφτά του αραδιασμένα μπροστά στα μάτια του. Σαν να έχει απλώσει τραχανά κάτω από τον ήλιο για να ξεραθεί. Λεφτά, κοινωνική καταξίωση και ομορφιά. Πολύ ομορφιά. Συνειδητοποιεί ότι μισεί. Έπρεπε να μισήσει. Μισεί τους κατώτερους, μισεί τους απρόβλεπτους, μισεί τους ηλίθιους, μισεί τους άξεστους, μισεί τους γύφτους, μισεί τους βρωμιάρηδες, μισεί τους διαφορετικούς, μισεί της βαφές, μισεί το βάθος, μισεί το υπόβαθρο, μισεί το παρελθόν του, μισεί. Έπρεπε να μισήσει.

-δεν έχει άλλο σαρβάιβορ λέμε-

Τα φώτα του κήπου κλείνουν. Έχει το τρελόχαρτο στα χέρια του και το μόνο που θέλει είναι να το βάλει στα πόδια. Αλλά δε μπορεί. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό τη συγκεκριμένη περίοδο. Ανοίγει το ψυγείο να φάει λίγο τραχανόπιτα που του έχει στείλει η μάνα του από το χωρίο. Δε μπορεί τώρα να τα χαλάσει όλα. Οι σκέψεις του διακόπτονται από την εικόνα μιας σκιάς πίσω από τη κουρτίνα. Είναι ο Αλβανός που τον παρακολουθεί. Αρχίζει να υποψιάζεται. Κάνει πως δε τον είδε και κρύβεται. Τότε τον βλέπει να μπαίνει δειλά δειλά και να ανεβαίνει στο υπνοδωμάτιο. Δε έχει το κουράγιο να συνεχίσει. Δε μπορεί να αντικρίσει ένα τέτοιο θέαμα. Πάει να κάνει ένα τσιγάρο στον κήπο. Βλέπει ένα χαρτί . Το παίρνει στα χέρια του και το διαβάζει. « θα σε περιμένω μόλις κοιμηθεί». Το σκίζει εκνευρισμένος και αρχίζει να περπατάει. Ακούει θόρυβο πίσω από τα φύλα. Βλέπει τα συμπεθέρια του να μιλούν συνωμοτικά. «Σήμερα τα ξημερώματα θα το κάνουμε», «πρέπει να βγει από τη μέση». Στο γρασίδι κείτεται ένα φτυάρι έτοιμο για χρήση…
Ευτυχώς τα κατάλαβε όλα και τώρα πια ξέρει. Κλείνει τη βαριά εξώπορτα και φεύγει από το σπίτι του. Θα γλυτώσει.


-ακολουθεί πολιτική διαφήμιση-
-τι? Οκ είμαι δυο βδομάδες πίσω, σόρυ-


Το βράδυ κύλησε ήσυχα. Η γυναίκα του είχε πιει 8 λεξοτανίλ και κοιμόταν σα μπεκάτσα. Ο Αλβανός πηδιότανε όλο το βράδυ με τον κουνιάδο του στις επίχρυσες τουαλέτες. Ο πεθερός του ετοιμαζόταν ψυχολογικά για την αφαίρεση της κρεατοελιάς που είχε ανάμεσα στα σκέλια του. Η πεθερά του φύτευε όλο το βράδυ ζουμπούλια για να βρει τον από χρόνια χαμένο της εαυτό. Εκείνος ήταν κλεισμένος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου τρώγοντας ταψιά με τραχανόπιτα οργανώνοντας την επόμενη του κίνηση. Θα γλυτώσει?

Επίλογος :
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάω στο κρεβάτι μου. Πατάω το κουμπάκι να κλείσω τη τηλεόραση. Πλένω μηχανικά τα δόντια μου και λίγο πριν ξαπλώσω ρίχνω μια ματιά στη παπουτσοθήκη. Ευτυχώς, είναι ακόμα εκεί.

10 σχόλια:

Τη 9:07 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Lex_Luthor06 είπε...

:-D
Επίχρυση τουαλέτα;
χαχαχαχαχαχα

Ανυπομωνώ για τη συνεχεια λεμεεεεε

:-D

 
Τη 11:29 π.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

καλα κολοκυθάκι δεν παίζεσαι
είσαι απίστευτη
πολύ γέλασα
γράφεις πολύ περιγραφικά
ότι σκέφτεσαι
μου αρέ
φλκ ρουφηχτά

 
Τη 12:47 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Μου άρεσε, γράφεις με μεγάλη φρεσκάδα και ιδιαίτερο χιούμορ.

Μια παρατήρηση έχω μόνο για το politically correct του πράγματος: διαφωνώ με τους χαρακτηρισμούς αδερφάρα και ανώμαλο για έναν γκέι, αυτό μόνο.

 
Τη 11:45 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Άργησες να ποστάρεις, αλλά άξιζε η αναμονή ;)

 
Τη 11:59 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Ο Καλος Λυκος είπε...

Χριστός και Παναγία!!! Θέλω κι εγώ να καπνίσω ό,τι καπνίζεις κολοκυθάκι...!

gimme, gimme, gimme...!

 
Τη 9:55 π.μ. , Ο χρήστης Blogger satya είπε...

Αυτό θα πει κάψιμο!!!!! Ο Θάνος τρώει τη σκόνη σου!!!! Α ρε κολοκυθοθεά!!!!

 
Τη 1:10 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Κολοκύθι είπε...

#λέξο- τελείωσε, δε το κατάλαβες? (φάτσα που βγάζει τη γλώσσα)
Αλλά μόλις μου έδωσες ιδέα.
#αργυρένια- ναι, ναι!αυτή που περιγράφεις είμαι εγώ! (φάτσα με πλατύ χαμόγελο)(θενκς)
#σεξοπυρομανη- και εγώ διαφωνώ, αλλά δατς δε πόιντ. (φάτσα που κλείνει το μάτι)
#θαλασσοανακατεμένη-ναι, είμαι της καθυστέρησης η άτιμη. (να σαι καλά)
#γούλφι- τζάμπα δε δίνω τίποτα. υπονοείς κάτι? (φάτσα που βγάζει τη γλώσσα)
#satya- αυτόν τον Θάνο τον έχω βάλει στο μάτι χρόνια τωρα. Λές να έφαγε τη σκόνη μου μαιμουδάκι? (φάτσα που κλείνει το μάτι και φάτσα που χαμογελάει)

 
Τη 2:57 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

αααα, είπα και γω! κλιτς (ανταπόδοση σε κλείσιμο ματιού):)

 
Τη 6:58 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Ο Καλος Λυκος είπε...

πόσα;

 
Τη 1:45 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Fight Back είπε...

Ζητω η τρελλα!! Γουσταρω με τα χιλια - απιστευτο ποστ!

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

adopt your own virtual pet!