Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

Σωβρακοφανέλα

Κάποια πράγματα απλά δε γίνονται. Κάποια άλλα δε γίνονται. Αυτή είναι μια μεγάλη φιλοσοφία που μόλις ξεστόμησα αλλά το πράμα δεν είναι τόσο απλό σας λέω. Εχθές έστειλα μέιλ σε μία μπλόγκερ. Σε άντρες δε στέλνω γιατί φοβαμαι τον αιμοσταγή δολοφόνο με το πτυοσκάπανο. Με τα πολλά έστειλα στη ΜΙΣΙΡΛΟΥ και της ζητούσα λίτρα για την απαγωγή 5 φυστικόδεντρων. Και εκείνη δε, μου απάντησε. Δεν έχω δικαίωμα να αποκαλύψω το περιεχόμενο του εμαιλ της γι αυτό θα σιωπήσω για πάντα. Με τα πολλά καταλήξαμε σε ένα φοβερό και κοσμοϊστορικό γεγονός. Ναι λοιπόν , είμαστε ξαδέλφες. Και πρώτες ξαδέλφες βεβαίως βεβαίως. Δηλαδής ο μπαμπάς μου με τον μπαμπά της είναι αδέρφια. (αν θυμάμαι καλά βεβαίως βεβαίως). Με τα πολλά επειδή είμαστε και αργόστροφο σόι μας πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε το ίδιο επίθετο αλλά ο θεός μεγάλος είναι και τη βρήκαμε την άκρη.

Με τη μισιρλού – ξαδέλφη έχουμε γαμώ τις σχέσεις. Βρισκόμαστε σε γάμους, βαφτίσια και κηδείες και είναι η μόνη που καταλαβαίνει τη βαρεμάρα μου. Επίσης επειδή όλα αυτά τα κοινωνικά γεγονότα γίνονται πάντα κοντά στην οικία της και ποτέ στη δική μου εκείνη τη κοπανάει πάντα πρώτη και εγώ μένω σα τη καλαμιά στο κάμπο μαζί με την αθηναϊκή κομπανία να σπάω πιάτα και να φιλάω όλο το αιμοσταγές σόι. Και τώρα που άρχισα θα πω και άλλα. Τα καλοκαίρια στο χωριό που ήμουνα παιδούλα αυτή και οι άλλες ξαδέλφες ποτέ δε με παίζανε και αυτό είχε ως συνέπεια να γίνω σνομπ και αντικοινωνική και όλο αυτό να μου έχει δημιουργήσει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα τα οποία τώρα είναι εμφανή. Επίσης στα βαφτίσια του ανιψιού της, δηλαδή στα βαφτίσια του γιου του αδερφού της, δηλαδή στα βαφτίσια του γιου του ξαδέρφου μου έφαγε όλο το δεξί χοιρομέρι γιατί εμένα δε μου αρέσει. Αλλά εκείνη δεν έπρεπε να το φάει . Μια φορά επίσης είχε φέρει ένα αναπτήρα που ξεπεταγόταν από μέσα ένα πουλί, όχι μπεκάτσα – από το άλλο ντε, και το έβαζε στη μύτη της γιαγιάς μας και εκείνη πάθαινε υστερία. Τώρα αυτή θα κάνει ότι δε θυμάται τίποτα αλλά ολά αυτά έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στο παιδικό και αθώο μυαλουδάκι μου.

Πάραυτα επειδή πολύ έχω σοκαριστεί από το γεγονός δηλώνω ευθαρσώς ότι επειδή τα έχω δει όλα αν ξαφνικά ανακαλύψω ότι ο fight back είναι πρώην γκόμενος εγώ θα μεταναστεύσω στη Κούβα και θα κάθομαι ολημερής να καπνίζω πούρο κάνοντας ημικικλυκές κινήσεις πάνω στην αιώρα.

Εμείς δεν είμαστε σόι, είμαστε δυναστεία ολόκληρη. Και επειδή βγάζουμε και καλό κρασί έχουμε βγει έτσι κουνημένοι από τη φύση μας.
Αυτά τα ολίγα είχα να δηλώσω και όπως καταλάβαμε ο τίτλος είναι άσχετος για εφέ. Πάω να δω τόλμη και γοητεία που έχω γράψει στο βίντεο.

Υγ: Όποιος από αυτούς που κυκλοφορούν σε αυτό το μπλογκ και με γνωρίζει προσωπικά νομίζει ότι του θυμίζω τη θεία του την Ευτέρπη παρακαλείται την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε να έχει μαζί του πιστοποιητικό γέννησης. Άνθρωποι είμαστε, μην έχουμε και άλλα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Απλή τύχη

Υποχρεούσαι να φοράς γόβες για να αναδεικνύεις τα όμορφα πόδια σου σκεφτόταν καθώς επεξεργαζόταν το κονσίλερ όπως ένα χρονιάρικο αγοράκι αρχίζει να πασπατεύει τη φύση του. Η δικιά της φύση ήταν πάντα να περνάει σα σίφουνας και μετά να αναγκάζεται να θρονιάζεται σα κότα που κλωσάει τα αυγά της. Το κοτέτσι σχεδιασμένο από αυτή , με χρώματα ανακατεμένα από εκείνη. Καθόταν με τις ώρες και ανακάτευε τα χρώματα. Έβγαζε πρωτότυπους χρωματισμούς που μετά πάντα ξέχναγε και ποτέ μα ποτέ δε κατάφερνε να φτιάξει ξανά την ίδια απόχρωση.

Να μη ξεχάσω να γυαλίσω τα παπούτσια μου αύριο σκεφτόταν καθώς έκανε πρόβα κολλημένος στο πάουερ πόιντ του. Μηχανικά σκεπτόμενος ζορίζεται να εντάξει τη προσωπικότητα του μέσα στη ζωή τού. Είναι από αυτούς που φοβούνται τις μηχανές, τα σκυλιά , τη δέσμευση και τη σκιά του. Αλλά είναι μέσα σε όλα. Αποστειρώνεται ολικά και προχωράει στο επόμενο βήμα παθαίνοντας αναφυλαξία σε καθετί στέρεο.

Η πουτάνα η μοίρα τους ένωσε για ένα βράδυ δίπλα από κάτι θαμπές λάμπες κοντά στο λιμάνι. Η απόλυτη χημική ένωση διασπάστηκε έντεχνα από τα παιχνίδια και έληξε άδοξα από τις μυρμιγιασμένες τους απόψεις. Μόνο με τα βογκητά της απόλαυσης τους αποχαιρετίστηκαν αφού απέτυχαν να βρουν γλυκόηχα αντίο.

Ανίκανοι και οι δύο να φερμάρουν τα σχοινιά ακονίζουν τα μαχαίρια τους ο καθένας για τη πάρτη του. Συναντιούνται ελάχιστες φορές μέσα σε κάτι ανούσιες βαριεστημένες λέξεις . Η ζωή τους τα φέρνει βολικά. Τόσο βολικά που πασχίζουν να αποδείξουν τα κερδισμένα. Μαζεύουν τις αποδείξεις σα συνταξιούχοι εφοριακοί κάνοντας συλλογή αριθμών και πράξεων.

Τον είδε κάπου μέσα στα Χριστούγεννα τυχαία στο Σύνταγμα. Ήταν αγκαζέ με μία γκόμενα που του ταίριαζε πιο πολύ από αυτήν, πιο έξυπνη από αυτή και με καλύτερο κώλο από τον δικό της. Εκείνη πήγαινε να συναντήσει τον Κώστα που τον κέρδιζε στα σημεία με τρεις πόντους μεγαλύτερο πουλί. Φυσικά και δε μιλήσανε, έτσι γίνεται σε όλες τις καθώς πρέπει ιστορίες. Κοιταχτήκανε πεταχτά, χαμηλώσανε το βλέμμα και κρύψανε άψογα τη θέληση τους για ανελέητο πήδημα στις σκάλες της βουλής με τη βροχή να χτυκιάζει τα πρόσωπα τους.

Δεν υπάρχουν τελικά και πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς για να σώσει τον εαυτό του. Πέραν από το να ράψει ένα καλό κουστούμι – ταγιέρ και να κάτσει να δει ντοκιμαντέρ στο bbc. Ίσως πάλι η σωτηρία του να είναι και πιο εύκολη υπόθεση και από τη σωτηρία της καρέτα καρέτα. Αυτό σκέφτηκε και αποφάσισε να πάει να τη βρει. Εκείνη φορώντας πιζάμες έτρωγε ακατάπαυτα σοκολατάκια με πικραμύγδαλο για να εξαλείψει τις αντιθέσεις της. Ήταν δύο ξεκλειδώματα υπόθεση να βρεθούν μαζί. Εύκολα, ζεστά και υποχθόνια. Και ήταν δύο κλειδώματα υπόθεση να ξαναγυρίσουν στη φωλιά τους. Όχι. Δεν είχαμε ούτε κλάματα, ούτε μεγάλα πάθη, ούτε λόγια αγάπης, ούτε μιζέριες και τυμπανοκρουσίες. Μόνο ατόφια , αγνή και απροκάλυπτη έλξη. Σα την έλξη που νιώθει το ψαλίδι βλέποντας δύο μακριές κοτσίδες να κουνιούνται όλο χάρη μπροστά του.

Παρόλες τις δυσωδίες και δυσοσμίες αυτή τον βρήκε τον τρόπο. Πήγε σε ένα πετ σοπ από αυτά που στοιβάζουν τις ψυχές σαν ντολμάδάκια στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Αφού γυρόφερνε αρκετά σταμάτησε το βλέμμα της σε ένα μικρό, ρόζ , χοντρουλό γουρουνάκι. Το βούτηξε από τον σβέρκο, του φόρεσε πράσινα σοσονάκια και το πήρε σπίτι της. Και ζούσε μαζί του. Όμορφα, χαρούμενα και συντροφικά.

Εκείνος δεν είχε αφήσει και πολλά περιθώρια. Μουντζούρωνε αριθμούς σε χαρτιά και μάταια προσπαθούσε να επαληθεύσει τις προσθέσεις. Η μόνη του σωτηρία ήταν να μεγαλοποιεί τα πράγματα. Τη μέρα, τις επιτυχίες, τα όνειρα, τους έρωτες, τα πάντα. Μόνο αυτή δε μπορούσε να μεγαλοποιήσει. Και το μόνο που ήθελε πια από εκείνη ήταν το γουρούνι της.

Έτσι περνούσε τα βράδια του καταστρώνοντας σχέδια κλοπής και φυγάδευσης του ζουμερού τετράποδου. Παρακολουθούσε το σπίτι της φορώντας στολή παραλλαγής και κλαδιά στο κεφάλι ενώ κρυβόταν πίσω από θάμνους. Το βράδυ πηδούσε στην αυλή της και το ταΐζε για να κερδίσει την εύνοια του. Για στιγμές η μαλαγανιά του τον έκανε να είναι ο νικητής της παρτίδας. Και γυρνούσε σπίτι αναζωογονημένος από την αποδοχή που του έδωσε ένα γουρούνι.

Μετά από μήνες και μια μέρα που εκείνη έλειπε αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα. Πάρκαρε το φορτηγάκι , πήρε τα εργαλεία , τέσσερα κοτόπουλα και ένα σάκο κοπριά και μπούκαρε. Τα βλέμματα που ανταλλάξανε ήταν λάγνα και αποφασιστικά. Του άπλωσε το χέρι μα εκείνο δεν ενέδιδε. Τότε το άρπαξε και με βία προσπάθησε να το βάλει στο σάκο. Με ανεκδιήγητο συγχρονισμό το γουρούνι αντιστάθηκε, βγήκε από το τσουβάλι και με δύο κινήσεις των πίσω ποδιών τον γέμισε λάσπες. Ο συναγερμός άρχισε να χτυπάει και το έβαλε στα πόδια για τελευταία φορά.

Δεν έμαθε ποτέ ποιος μπήκε σπίτι της εκείνη την ημέρα. Μετά από μήνες έδωσε το γουρούνι σε ένα φιλικό σπίτι γιατί εκείνη δεν είχε πια χρόνο και όρεξη να το συντηρήσει. Όλα συνέχισαν να υπάρχουν. Ομαλά και γενικευμένα. Όταν μια μέρα πήγε να αλλάξει τα λάδια του αυτοκινήτου του είδε τον παλιό του αγαπημένο. Η νεοσύστατη μάρκα λιπαντικών με σήμα το γουρούνι. Τα καινούρια του αφεντικά βρήκαν τρόπο να το κάνουν διάσημο. Το παιδί γέμισε την αντλία, ζήτησε τα λεφτά και καθάρισε το ντεπόζιτο. Εκείνος κρυφά, μουλωχτά και με απερίγραπτη τσαχπινιά βούτηξε το δυλιτρο μπουκάλι και το έκρυψε στο πορτ – μπαγκαζ. Με ένα αυτοκόλλητο από το στόμιο μέχρι τον πάτο. Μέχρι τον πάτο. Αυτοκόλλητο με σήμα το γουρούνι. Απλή τύχη.

Η ζωή έχει τραγικά αστείους τρόπους να συνεχίζει τις ιστορίες της. Τα πασπαλισμένα τέλη δεν χωρούν στην μονοδιάστατη συνέχεια της. Εκείνη συνέχιζε να ανακατεύει τα χρώματα, εκείνος να κάνει πρόβες μπροστά στο καθρέπτη και το γουρούνι μάταια προσπαθούσε να προσαρμοστεί. Όλα τελικά είναι απλή τύχη.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

Είμαι πολύ χαρούμενη. Έγινα τσιζ κέικ.

Παρακαλείσθε να κοιτάξετε τη παρακάτω συνταγή. Υποθέτω ότι είναι ότι πιο αιδιαστικό μπορεί να υπάρξει. Με έχουν κάνει πίτα, με έχουν γεμίσει με κιμά, με έχουν αδειάσει για να μου βάλουν τον κιμά, με πασαλείβουν με τζατζίκια και τυροκαφτερές, με κάνανε κεφτέ. Τώρα και σε νέα έκδοση τσιζ κέικ.
Ευχαριστώ


Μερίδες: 10

Υλικά:
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΟ
-1 κούπα Μπισκότα πρι μπερ
-1/4 κούπας Ζάχαρη
-1/3 κούπας Βούτυρο
-1/3 κούπας Κάσιους
ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΜΙΣΗ
-600 γρ. Κίτρινο κολοκύθι
-250 γρ. Κριμ τσιζ
-1/2 κούπας Μέλι
-1/4 κουταλάκι Μοσχοκάρυδο
-1 κουταλάκι Κανέλα
-1/4 κουταλάκι Γαρίφαλο
-3 Αυγό(ά)
-3 κουταλιές Αλεύρι
-σαντιγη
-1/2 κιλό Ρικότα

Τρόπος παρασκευής

Βουτυρώστε καλά μια στρογγυλή κουμπωτή φόρμα με διάμετρο 24 εκ. Ανακατέψτε τα μπισκότα με τη ζάχαρη, τα κάσιους και το βούτυρο και στρώστε το μίγμα πατώντας με τις παλάμες σας, έτσι ώστε να καλυφθεί ο πάτος της φόρμας. Βάλτε τη φόρμα στο ψυγείο, ώσπου να ετοιμάσετε τη γέμιση. Βάλτε το κολοκύθι στα μικροκύματα 2' ή αχνίστε το σε λίγο νερό, ώσπου να μαλακώσει. Αλέστε το, να γίνει πουρές. Χτυπήστε στη δυνατή ταχύτητα του μίξερ το κριμ τσιζ με τη ρικότα 3', να γίνει λείο μίγμα. Προσθέστε το κολοκύθι, το μέλι και τα μυρωδικά. Χτυπήστε τα 2', να ενσωματωθούν μέσα στο μίγμα του τυριού. Συνεχίζοντας το χτύπημα, ρίξτε ένα ένα τ' αυγά προσθέτοντας 1 κουταλιά αλεύρι ύστερα από κάθε αυγό. Αδειάστε το μίγμα μέσα στη φόρμα και ψήστε το στους 150 βαθμούς, 1 ώρα και 40'. Αφήστε το να κρυώσει μέσα στο φούρνο. Βάλτε το στο ψυγείο κι αφήστε το έως την επομένη.

Για να το σερβίρετε, ξεκουμπώστε τη φόρμα και βγάλτε το τσιζ κέικ σε πιατέλα. Γαρνίρετε το γλύκισμα με ροζέτες σαντιγί και πασπαλίστε με λίγη κανέλα. Αν θέλετε τοποθετήστε στο κέντρο 2 ξυλάκια κανέλας. Συνοδέψτε το με έξτρα σαντιγί.

(τέτοιο τέλος θέλει bold αποσδήποτε)

υγ: Για να πιάσω περισσότερο κόσμο λέω μετά τις συνταγές να αρχίσω να βάζω ζώδια , γυμναστική και γιατί όχι και δώρα κοινού.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 06, 2006

Burn

Γιατί καμιά φορά το φέτος είναι καλύτερα από το πέρσι και ας κλείνουμε τα μάτια μας. Ότι κάηκε κάηκε.

"Don't look don't look" the shadows breathe
Whispering me away from you
"Don't wake at night to watch her sleep
You know that you will always lose
This trembling adored
Tousled bird mad girl... "
But every night I burn
Every night I call your name
Every night I burn
Every night I fall again
.
"Oh don't talk of love" the shadows purr
Murmuring me away from you
"Don't talk of worlds that never were
The end is all that's ever true
There's nothing you can ever say
Nothing you can ever do... "
Still every night I burn
Every night I scream your name
Every night I burn
Every night the dream's the same
Every night I burn
Waiting for my only friend
Every night I burn
Waiting for the world to end
.
"Just paint your face" the shadows smile
Slipping me away from you
"Oh it doesn't matter how you hide
Find you if we're wanting to
So slide back down and close your eyes
Sleep a while you must be tired... "
But every night I burn
Every night I call your name
Every night I burn
Every night I fall again
Every night I burn
Scream the animal scream
Every night I burn
Dream the crow black dream
Every night I burn
Scream the animal scream
Every night I burn
Dream the crow black dream
.
Dream the crow black dream...
Dream the crow black dream...
Dream the crow black dream...
Dream the crow black dream...
(The cure)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

Ο τρομοκράτης, το κούρεμα και η τραχανόπιτα. (σίκουελ)

Πρόλογος:
Εχθές το βράδυ είδα ένα εφιαλτικό όνειρο. Ήμουνα λέει σε μία λίμνη από αυτές που δείχνουν οι ταινίες κάθε Κυριακή μεσημέρι. Βαρκάρω πάνω σε ένα καΐκάκι που το ονόμαζα γόνδολα και ψάρευα παπούτσια με μία απόχη. Και εκεί που είχα συμπληρώσει όλη τη χρωματική γκάμα μου και είχα τακτοποιήσει όλα τα παπουτσάκια μου στο πίσω μέρος του ψαροκάικου , ξάφνου, σκάγανε κροκόδειλοι και αντί να φάνε εμένα τα χαζοβιόλικα ζώα τρώγανε τα παπούτσια. Και εκτός του ότι θυμήθηκα τη ολ τάιμ κλάσικ ταινία με το γιγάντιο καλαμάρι , θυμήθηκα και εκείνο το πατούμενο που είχα χρυσοπληρώσει και σε δύο βδομάδες μου είχε σκιστεί η κίτρινη ραφή στο πλάι και μετά δεν είχα πώς να πάω για καφέ τη Κυριακή το μεσημέρι. Και για να μη τα πολυλογώ όλη αυτή η παράνοια με οδήγησε στο να θυμηθώ αυτόν τον μακρυμάλλη θεογκόμενο που έβλεπα στον ύπνο μου όταν ήμουνα παιδούλα στις φούριες μου ( αν δεν ήθελα να ρίξω το λογοτεχνικό μου επίπεδο θα έλεγα κάβλες μου). Και αν υποθέσουμε ότι το λουκουμάκι ήταν τότε γύρω στα τριάντα τώρα κοντεύει να σαρανταρίσει. Αράζω λοιπόν στον καναπέ βλέποντας σαρβάιβορ Τουρκία – Ελλάδα γιατί σαν Ελληνίδα που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να τη πάθω και εγώ την υστερία που οι μουστακαλήδες μας φάγανε λάχανο στην αποστολή και κερδίσανε μια πίτσα με μπέικον, μανιτάρια και αβοκάντο, σφίγγω τα μάτια για να μπορέσω να κοιμηθώ και επειδή η επιθυμία πάντα νικάει κοιμάμαι σα πουλάκι.

Το όνειρο σήμερα:


Πληκτρολογεί το τετραψήφιο με τα ακροδάχτυλα του να ψειριάζουν. Καθώς περιμένει γυρνάει λοξά πίσω του και βλέπει τα ξανθά μαλλιά της να τελειώνουν εκεί ακριβώς που αρχίζει η βάτα από το σακάκι της. Παίρνει τον φάκελο, ρίχνει μια ματιά στην απόδειξη για να δει το υπόλοιπο , ρίχνει και άλλη μία στη γάμπα της από πίσω και προχωράει. Πατάει το κουμπάκι , ανοίγει τη πόρτα και κάθεται αναπαυτικά στο κάθισμα από δέρμα ουρακοτάνγκου. Βάζει ντέρτι φμ και κλείνει ερμητικά τα παράθυρα μη τον πάρει χαμπάρι και κανά μάτι. Έχει είδη νυχτώσει και δείχνει αφηρημένος. Περνάει τα φανάρια της λεωφόρου, στρίβει αριστερά και εκεί που του μένει μόνο το γκλιν- γκλον για να μπει στο γκαράζ του βλέπει κάτι φώτα να έρχονται κατά πάνω του.

Όχι τα φώτα δεν ήταν διαστημόπλοιο με ούφο. Ήταν η ξάνθια, ναι αυτή με την ωραία γάμπα, που πριν από 5 δευτερόλεπτα θυμήθηκε ότι είχε λερώσει το πατάκι με σοκολάτα αμυγδάλου. Ε, και επειδή κάποιος καραγκιόζης είχε τη φαεινή ιδέα να βάλει το φρένο και το γκάζι δίπλα δίπλα συν του ότι η ξανθιά δεν είχε και το μυαλό του Ναπολέοντα να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα έγινε το μπάμ και πάρε κάτω τα ψυγεία από το τζίπ.
« Ρε ηλίθια , δε βλέπεις μπροστά σου?» , « Όχι ρε πούστη μου με το ζώο που βρέθηκε μπροστά μου». Και μετά από όλα αυτά τα χαριτωμένα και με το μάτι του να βγάζει σπίθες σαν αυτές που έβγαζε η λερναία ύδρα έπαθε η ξανθιά πανικό και έβαλε τα κλάματα. Αντί να ανάψει ένα κερί στη εκκλησία της Γουαδελούπης για τη τύχη που είχε να τρακάρει με αυτό το παλικάρι που είναι βγαλμένο από τις διαφημίσεις τη πιάσανε και τα ζουμία.

-Εκείνη τη στιγμή άλλαξα πλευρό γιατί συγχύστηκα από την αχαριστία των ανθρώπων και έχασα κάποια επεισόδια. Ξαναέκανα την επαφή μου μετά από τέσσερα ωριαία γιατί εμένα τα όνειρα μου πάνε και με ρυθμό Παπακαλιάτη. –

Τους βρήκα λοιπόν να πηδιούνται στη κουζίνα του , δίπλα ακριβώς από τον βραστήρα σε πλήρη συγχρονισμό με τον ήχο του ψυγείου. Μετά το πέρας του επτάλεπτου , ο χρόνος μας πιέζει δε θέλω σχόλια, αυτή ντύνεται και προχωράει στη κρεβατοκάμαρα. Πάνω στα μπορντό σεντόνια βρίσκει το μονόμετρο και επειδή όταν βρίσκεις τέτοιον άντρα τον σβερκώνεις για να μη σου φύγει πέφτει κατάχαμα από τη ζαλούρα της ευτυχίας και όλα δείχνουν να παίρνουν τον δρόμο τους.

-Συμβούλιο σαρβάιβορ, οι δικοί μας έχουν μείνει με τα σώβρακα, πρέπει να ξυπνήσω να δω τι θα γίνει-

Ξύπνησε πιο νωρίς από εκείνη. Δεν την ενόχλησε. Έφαγε πέντε φέτες κέικ, έβαλε το τσακιστό του παντελόνι και φεύγοντας έδωσε και είκοσι ευρώ στον Αλβανό που καθάριζε τη πισίνα. Είχε τα νεύρα του από εχθές που η ξανθιά του είπε ότι το βράδυ θα έρθουν σπίτι ο Λιβανέζος πατέρας της, η νευρωτική πρώην φωτομοντέλο μάνα της και ο γκέι αδερφός της. Μέσα σε όλα τον ανάγκασε να πάει και στο σούπερ μάρκετ για να αγοράσει κινέζικο μπάρμπα Στάθης . Πριν όμως από όλη αυτή τη βραδινή σιέστα έχει να κουμαντάρει τον απαίσιο σεκιούριτι, το ξεκωλάκι στη ρεσεψιόν, τον κομμουνιστή διευθυντή οικονομικών και πολλούς πολλούς υπαλληλίσκους που απεργούν οι καραγκιόζηδες σε κάθε ευκαιρία. Έχει και να πάρει και δύο συνεντεύξεις για τη καινούρια θέση και το μεγαλύτερο χτύπημα είναι ότι ο ένας είναι πρώην πρεζάκι που έχει το θράσος να βρεθεί στο δρόμο του και ο άλλος αξιόλογος ναι μεν αλλά πολύ σοκολατί και έχουμε και πάρε δώσε με κοσμο.

-Τέλος σαρβάιβορ- ο Τούρκος τη πέφτει στη δικιά μας. Πρέπει να φωνάξω για να την αποτρέψω από το μεγάλο της λάθος.

Φτάνει στο σπίτι νωρίς ενώ η ξανθιά έκανε μπάνιο με βότανα, λεβάντες και κεριά στο άρωμα του σάπιου μήλου. Ψάχνει τη φωτογραφία του γάμου του και αφού ανακατεύεται με τα πουλόβερ, τη φανέλα από το ποδόσφαιρο, κάτι αφίσες μαλλίαδων , βιβλία από διάφορους άσχετους παλιομοδίτες ρομαντικούς βρίσκει ένα χαρτί που μοιάζει με απολυτήριο. Και είναι απολυτήριο. Απολυτήριο της γυναίκας τους από το πιο ιν φρενοκομείο της Ευρώπης στο οποίο σου προσφέρουνε όλα τα κομφόρ και τις ανέσεις. Και εκεί λοιπόν που μετράει τις συμφορές που μπορεί να σου προκαλέσει ένα μηχάνημα ανάληψης μετράει και το χρόνο που του απομένει για να απαλλαγεί από την τρελή, τον αγρίκο πατέρα της ,την νευρωτική μάνα της και από εκείνη την αδερφάρα που του σερβίρανε ως κουνιάδο.

Ο Αλβανός ακόμα να καθαρίσει αυτή τη γαμοπισίνα που δε χρησιμοποιεί κανείς. Έχει νυχτώσει για τα καλά και αυτός εκεί γυροφέρνει. Αν δεν ήταν Αλβανός θα ήταν σίγουρος ότι του πηδάει τη γυναίκα αλλά αυτή έχει και ένα α γούστο. Γούστο δε λες τίποτα. Είναι πολύ τυχερός που η μοίρα την έστειλε στα σκαλοπάτια του όταν είχε κόψει αυτή την απαίσια κοτσίδα. Και είχε προλάβει να βγάλει και τις γαλότσες και την χιλιοφορεμένη πράσινη φόρα. Ξεφυσάει κάνοντας αυτή τη σκέψη και ξαναφουσκώνει σκεπτόμενος τη παλαβή ζουρλογυναίκα του να του επιτίθεται με κατσαριδοκτόνο , να τον τεμαχίζει και να τον αποθηκεύει δίπλα στο βούτυρο.

- δεν έχει άλλο σαρβάιβορ άλλα πρέπει να διακόψω για να πάω στην επόμενη σκηνή-

Το βραδινό γεύμα λοιπόν είναι ένα φιάσκο. Το περνάει με έναν ανατολίτη αμόρφωτο μπάρμπα, μια τρελόγρια, έναν κακάσχημο ανώμαλο και τη καλόβολη κουκλάρα γυναίκα του αμφιβόλου πλέον προελεύσεως. Σήμερα έχει όλα τα λεφτά του αραδιασμένα μπροστά στα μάτια του. Σαν να έχει απλώσει τραχανά κάτω από τον ήλιο για να ξεραθεί. Λεφτά, κοινωνική καταξίωση και ομορφιά. Πολύ ομορφιά. Συνειδητοποιεί ότι μισεί. Έπρεπε να μισήσει. Μισεί τους κατώτερους, μισεί τους απρόβλεπτους, μισεί τους ηλίθιους, μισεί τους άξεστους, μισεί τους γύφτους, μισεί τους βρωμιάρηδες, μισεί τους διαφορετικούς, μισεί της βαφές, μισεί το βάθος, μισεί το υπόβαθρο, μισεί το παρελθόν του, μισεί. Έπρεπε να μισήσει.

-δεν έχει άλλο σαρβάιβορ λέμε-

Τα φώτα του κήπου κλείνουν. Έχει το τρελόχαρτο στα χέρια του και το μόνο που θέλει είναι να το βάλει στα πόδια. Αλλά δε μπορεί. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό τη συγκεκριμένη περίοδο. Ανοίγει το ψυγείο να φάει λίγο τραχανόπιτα που του έχει στείλει η μάνα του από το χωρίο. Δε μπορεί τώρα να τα χαλάσει όλα. Οι σκέψεις του διακόπτονται από την εικόνα μιας σκιάς πίσω από τη κουρτίνα. Είναι ο Αλβανός που τον παρακολουθεί. Αρχίζει να υποψιάζεται. Κάνει πως δε τον είδε και κρύβεται. Τότε τον βλέπει να μπαίνει δειλά δειλά και να ανεβαίνει στο υπνοδωμάτιο. Δε έχει το κουράγιο να συνεχίσει. Δε μπορεί να αντικρίσει ένα τέτοιο θέαμα. Πάει να κάνει ένα τσιγάρο στον κήπο. Βλέπει ένα χαρτί . Το παίρνει στα χέρια του και το διαβάζει. « θα σε περιμένω μόλις κοιμηθεί». Το σκίζει εκνευρισμένος και αρχίζει να περπατάει. Ακούει θόρυβο πίσω από τα φύλα. Βλέπει τα συμπεθέρια του να μιλούν συνωμοτικά. «Σήμερα τα ξημερώματα θα το κάνουμε», «πρέπει να βγει από τη μέση». Στο γρασίδι κείτεται ένα φτυάρι έτοιμο για χρήση…
Ευτυχώς τα κατάλαβε όλα και τώρα πια ξέρει. Κλείνει τη βαριά εξώπορτα και φεύγει από το σπίτι του. Θα γλυτώσει.


-ακολουθεί πολιτική διαφήμιση-
-τι? Οκ είμαι δυο βδομάδες πίσω, σόρυ-


Το βράδυ κύλησε ήσυχα. Η γυναίκα του είχε πιει 8 λεξοτανίλ και κοιμόταν σα μπεκάτσα. Ο Αλβανός πηδιότανε όλο το βράδυ με τον κουνιάδο του στις επίχρυσες τουαλέτες. Ο πεθερός του ετοιμαζόταν ψυχολογικά για την αφαίρεση της κρεατοελιάς που είχε ανάμεσα στα σκέλια του. Η πεθερά του φύτευε όλο το βράδυ ζουμπούλια για να βρει τον από χρόνια χαμένο της εαυτό. Εκείνος ήταν κλεισμένος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου τρώγοντας ταψιά με τραχανόπιτα οργανώνοντας την επόμενη του κίνηση. Θα γλυτώσει?

Επίλογος :
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάω στο κρεβάτι μου. Πατάω το κουμπάκι να κλείσω τη τηλεόραση. Πλένω μηχανικά τα δόντια μου και λίγο πριν ξαπλώσω ρίχνω μια ματιά στη παπουτσοθήκη. Ευτυχώς, είναι ακόμα εκεί.

adopt your own virtual pet!