Τα λέμε.
Σήμερα μου ήρθε η γεύση από το παγωτό φιστίκι. Αυτό με το μπαγιάτικο χωνάκι που τρεχάτες πηγαίναμε να αγοράσουμε στο πρώτο κουδούνι. Και μετά μου ήρθαν εικόνες από τα νυχτωμένα απογεύματα. Τότε που το ύψος μας δε ξεπερνούσε το ένα σαράντα και κάναμε δήθεν ότι φοβόμασταν όταν γυρνάγαμε από το σχολείο. Και τότε που είχανε συνέλευση οι γονείς και παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους. Θυμάσαι? Και γυρνούσαμε πάντα με το ίδιο τρόπο. Με το αυτοκίνητο που σήμερα οδηγώ. Και σου άρεσε να κάθεσαι πάντα στο βαθούλωμα. Και τώρα σου αρέσει! Κάθεσαι ακόμα εκεί , πίσω, γιατί οι καπνιστές πάντα θέλουν να καταλαμβάνουν τη θέση του συνοδηγού. Και τη Κάντι Κάντι θυμάμαι. Αυτή την έκανες εσύ και εγώ πάντα ήμουνα η Άννη. Θυμάσαι τα Σάββατα που παίζαμε με εκείνα τα χοντρουλά πλαστικά παιδάκια και εκείνες τις ξενέρωτες καχεκτικές ξανθίες κούκλες με τα τροχόσπιτα και με τα πολυτελή σαλέ.? Παραπονιόσουνα ότι μόλις έστηνα τα σπίτια βαριόμουνα και ήθελα να παίξουμε κάτι άλλο. Και τώρα γι αυτό παραπονιέσαι ακόμα. Μόνο που τώρα τα τροχόσπιτα και τα σαλέ είναι αληθινά.
Και τώρα κοιτάω τα γόνατα μου που έχουνε ακόμα το σημάδι από το επεισοδιακό πέσιμο που είχα από το δικό σου ποδήλατο. Ναι, τα φρένα του ήταν χαλασμένα αν και ποτέ δε το παραδέχτηκες!
Και πιο μετά θυμάμαι. Τότε που μετράγαμε τις τρίχες που βγάζαμε μία μία για να δούμε πια μεγαλώνει πιο γρήγορα. Και τις ατελείωτες ώρες που μιλάγαμε στη γωνία για αγόρια. Το πόδι σου που ήταν μόνιμα σπασμένο και εγώ έγραφα αφιέρωση πάντα στη καλύτερη θέση του γύψου.
Και τα όνειρα θυμάμαι. Τότε που πιστεύαμε ότι μόλις πάμε δεκαοχτώ θα πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας. Τους ουρανούς που κοιτάγαμε και σκεφτόμασταν ήλιους και φωτεινά αστέρια. Θυμάμαι και το σκυλί σου κουτάβι και τα ατελείωτα απογεύματα που παίζαμε μαζί του. Και τώρα το βλέπω να γαυγίζει από μακριά όταν ακούει τον ήχο του αυτοκινήτου μου. Με κορόιδευες για την φοβία μου για τις αρρώστιες και εγώ για το πώς κοιμόσουνα πάντα στον καναπέ όταν βλέπαμε τηλεόραση. Και τους πρώτους έρωτες θυμάμαι. Τα κοιτάγματα που αναφέραμε η μία στην άλλη πριν καν συμβούν. Όταν κάπνισα πρώτη φορά ντρεπόμουνα να στο πω. Τώρα δυσανασχετείς όταν ο καπνός μου έρχεται πάνω σου γιατί τα μαλλιά σου θα μυρίζουν τσιγαρίλα. Θυμάσαι το σοκολατιένο σαλάμι μου τσακίζαμε ολόκληρο μέσα σε μία νύχτα? Ακούγαμε μουσική από τα cd που μου ζητούσες να σου γράφω και δεν έκανα. Και τώρα ζητάς αλλά μάλλον έχεις καταλάβει πια ότι βαριέμαι να το κάνω.
Θυμάμαι και τις βάσεις των πανελληνίων. Μαζί τις είδαμε και αυτές. Και μας χώρισαν για λίγο ζώντας όμως πάντα παράλληλα. Και το τηλέφωνο ήταν πάντα εκεί για τις αναφορές μας και το εικονικό άγγιγμα στον ώμο που πάντα χρειαζόμασταν. Και τους μεγάλους έρωτες θυμάμαι που αντικατέστησαν τους πρώτους. Από εκείνους που ξορκίζουμε ακόμα ελπίζοντας τώρα πια στους αληθινούς.
Και δε μπορώ να σκεφτώ κάποιον που να με ξέρει περισσότερο. Και ξέρεις ότι είσαι ο μόνος άνθρωπος που δε με εκνευρίζει όταν με λέει κακομαθημένο μοναχοπαίδι. Και ο μόνος που με ένα βλέμμα μπορώ να καταλάβω τη σκέφτεται.
Πολλά θυμάμαι. Τόσα πολλά που στροβιλίζουν όλα μαζί στο μυαλό μου και με κάνουν να μπερδεύω το παρόν με τις αναμνήσεις. Και νιώθω και είμαι τυχερή για όλα αυτά τα δεκαοχτώ χρόνια που σε ξέρω. Και εύχομαι τώρα που χωριζόμαστε, δε ξέρω για πόσο, οι επιλογές μας να είναι ικανές να μας γεμίζουν με τα ίδια συναισθήματα που είχαμε και τότε που παίζαμε κυνηγητό στη πλατεία. Και επειδή ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πόσο σιχαίνομαι τους αποχαιρετισμούς δε έχω να σου πω πολλά. Τα λέμε…