Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2006

Καθιστοί και καταιδρωμένοι.

Είμαι απίστευτα τεμπέλα. Μετράω τις ώρες στη δουλεία με τσιγάρα. Ένα στις εννιά και τέταρτο, ένα στις 12, ένα στις δύο μετά τη τυρόπιτα, ένα στις τέσσερις. Στις πέντε φεύγω. Αν κάτσω παραπάνω κάνω και ένα στις πέντε και μισή. Το πρωί που έφυγα από το σπίτι άφησα τρία βρακιά στο πάτωμα, το φορτιστή στο κρεβάτι, διασκορπισμένα cd – ο ναι καλά κατάλαβες- οι θήκες είναι σπασμένες και μία στοίβα με ρούχα στο πουφ. Πάντα βρίσκω τρόπους να λουφάρω. Το πρωί μίλαγα μισή ώρα με τη ρεσεψιονίστ για τις μπομπονιέρες του γάμου του γιου της. Να σημειώσω ότι πιο κιτς μπομπονιέρες δεν έχω δει. Δύσκολα μπορώ να βάλω το κώλο μου κάτω. Πηγαινοέρχομαι στους ορόφους σα τη παλαβή. Είμαστε πολλοί εδώ μέσα. Οι περισσότεροι ξινοί. Εγώ η αλήθεια είμαι περισσότερο .
Μας κόψανε το msn. Στην αρχή τα είχα πάρει στο κρανίο για την επικείμενη λογοκρισία. Η αλήθεια είναι ότι την έχω γραμμένη τη λογοκρισία. Το πρόβλημα μου είναι ότι δεν έχω κόσμο να παρλάρω οι οποίοι το πιο πιθανόν είναι να βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με εμένα. Σήμερα δε μου στείλανε κάτι ντοσιέ που είχα παραγγείλει και μου είναι απαραίτητα για αύριο. Πολύ θα ήθελα να είχα ένα ανοιχτό παραθυράκι και να έστελνα έναν τύπο που τα σπάει με μία κιθάρα. Αυτό τελικά που σου προσφέρει το msn είναι μαγικό. Μιλάς με φίλο σου που βρίσκεται στη Γουατεμάλα τσάμπα. Ταυτόχρονα μιλάς και με το Μαράκι που βρίσκεται στις Τζιτζιφιές, Αν δεν έχεις msn ο τύπος από τη Γουατεμάλα πάει. Οι χρεώσεις είναι ακριβές και ο χρόνος περιορισμένος. Το πιο πιθανόν είναι να χάσεις και το Μαράκι διότι τελικά δεν έχετε να πείτε τίποτα από το τηλέφωνο ούτε από κοντά. Παρόλα αυτά τους γουστάρεις πολύ. Και τους δύο. Και το αδερφό της κολλητής σου που σπουδάζει στην Αγγλία και τον πρώην γκόμενο σου που η μόνη σας επικοινωνία είναι το κουτί και τον κολλητό σου που θα δεις το βράδυ και τη φιλενάδα σου που έχει λιώσει στη δουλεία και τον άλλον που γνώρισες σε μία ταβέρνα και έχεις δει μισή φορά και τον άλλον που δεν έχεις δει καμία φορά και την άλλη που στη σπάει αλλά που και που ένα γεια το λέτε και τον ενοχλητικό που σου στέλνει 7 σειρές το δευτερόλεπτο και τη μικρή που σου γράφει για τον χαμένο της έρωτα και τον άλλον και τον παράλλον. Πάνε όλοι!
Βέβαια δεν ανησυχώ. Έχω διαβάσει 578 μπλογκς. Έχω απαντήσει στα 361. Απορώ ποιος είναι πιο κατεστραμμένος. Αυτός που τα γράφει ή εγώ που τα διαβάζω? Ας έχει. Οι εργαζόμενοι πληρώνονται για να δουλεύουν. Και σήμερα έχω πολύ δουλεία. Μάλλον η ιδανική για μένα θα ήταν να καλλιεργούσα πατάτες και καπνά στη νότιο Αμερική . Και μέσα σε όλα είμαι τόσο διεστραμμένη που μου αρέσει η δουλεία μου. Βέβαια οι πατάτες μου αρέσουν περισσότερο.
Όπως κατάλαβες το πάρων κείμενο δεν έχει κανένα λόγο να δημοσιευτεί , κανένα λόγο που γράφτηκε και κανένα κρυφό μήνυμα και νόημα. Απλά είναι ένας τρόπος να τεμπελιάσω και μόλις πέρασε ένα εικοσάλεπτο,

Πέμπτη, Αυγούστου 24, 2006

Ο τρομοκράτης , η κοτσίδα και η λέμον πάι

Πρέπει μα ήμουν στα πρώτα ζαβλακωμένα χρόνια της εφηβείας όταν διάβασα τον « Τρυποκάρυδο» του Τομ Ρόμπινς. Θυμάμαι μου άρεσε το εξώφυλλο – δεν ήξερα τίποτα άλλο για το τι πρόκειται να διαβάσω. Και ναι σε αυτή την άχαρη ηλικία , με τα μπιμπίκια, τα πρώτα τικ τακ, το ξασμένο μαλλί , τους μπον τζόβι και το «μέχρι τις 11 να είσαι σπίτι» είναι που ξυπνάνε οι πρώτες φαντασιώσεις, ερωτικές ή μη- δε μας νοιάζει και πολύ. Το βιβλίο λοιπόν με το ωραίο εξώφυλλο μας ποδογυρίζει παρέα με έναν τρομοκράτη – που η φαντασία μου τον είχε πλάσει κάπου ανάμεσα σε τζορτζ κλούνει ( ναι ναι, κάποια πράγματα μένουν ίδια) και τον άλλον τον τύπο που έπαιζε στο τμήμα ηθών (χρυσό φλουρί σε όποιον μου πει το όνομά του) και με μία πριγκιποπούλα σε διάφορα μέρη και καταστάσεις μέσα στα οποία ζουν ένα αχαλίνωτο πάθος, απρόσμενες ίντριγκες, περιπέτειες και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο αψυχολόγητος νους ενός εφήβου που νομίζει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. (καθώς μεγάλωνα αυτή η φράση άρχισε να μεταλλάσσεται σε « θα πιάσει τον πάπα από τα …) .

Δε μπορώ να θυμηθώ πότε άρχισα να παρακολουθώ τα τεκταινόμενα στη χώρα που γεννήθηκα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι δε καταλάβαινα και πολλά. Ούτε τώρα καταλαβαίνω. Τις Κυριακές τα βράδια λίγο πριν τις 9 και λίγο πριν μπουν τα αθλητικά ,( κάτι τέτοιες στιγμές ευγνωμονώ τον Αρναούτογλου) έπιανε τον πατέρα μου τρελή λογοδιάρροια. Ιστορίες για το στρατό, για κάτι πολυτεχνεία, για κάτι αντιφασιστικά τραγούδια , για κάτι εξεγέρσεις , για δύσκολα χρόνια , φιλονικίες και εν τέλει αναπόφευκτα βολέματα. Όλα αυτά βέβαια ανάμεσα στις συζητήσεις του «τι θα φάμε αύριο»-« μας χάλασε ο ατμομάγειρας » και « διάβασες για αύριο?» .

Κάθε βράδυ η δικιά σου έβλεπα αστράκια στον ύπνο μου. Οτιδήποτε εναλλακτικό μου προκαλούσε πάντα απίστευτη διέγερση. Και καλά δηλαδή, αφήνεις μια κοτσίδα , κρεμάς μια σημαία του Τσε, ακούς και ολίγον νιρβάνα ( τότε η εναλλακτική μόδα πρόσταζε νιρβάνα) ίσως και Σιδηρόπουλο και μπορείς να κουνιέσαι ανετότα σε όλα τα φλώρο – μέινστριμ παιδάκια. Ακόμα δεν έχω αποφασίσει τι είναι πιο δήθεν. Η κοτσίδα που στηρίζεται σε εξτένσιονς ή ένα ασφυκτικά κλειστό κουστούμι. Και κάπου εκεί, πάνω που ήμουν έτοιμη να κάνω τη κοτσίδα δικιά μου, και πάνω που ετοιμαζόμουν να μπω ολοκληρωτικά στη φαντασίωση μου που με ήθελε ελεύθερη και αντισυμβατική έμπαινε στο όνειρο το καινούριο μοντέλο nike millennium . Τα γαλάζια ήθελα με τη μαύρη ρίγα. Έσκαγα αν και ήμουν σίγουρη ότι σύντομα θα τα αποκτούσα.

Τα πράγματα αλλάζουν λίγο όταν τελειώνεις το σχολείο. Ίσως να είναι οι καινούριες γνωριμίες. Κάπου εκεί είναι που σου γυρίζει και το μάτι ανάποδα και σου φαίνεται τόσο περίεργο που η δικιά σου φαντασίωση για άλλους είναι εφιάλτης. Κάπου εκεί λοιπόν άρχισε να με τσιμπάει ένα ηλεκτροσόκ που διαπερνούσε το πετσί μου. Άρχισα να ακούω φαντασιώσεις για κορόνες , εξουσίες, άθλιες φυλές , διαχωρισμό λαών για ιστορίες που έγιναν πριν 185 χρόνια, για παραγκώνιση ανθρώπων που ζουν μαζί με εμας επειδή ένας από αυτούς έκλεψε τον κουβά του γείτονα και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο αψυχολόγητος νους ενός τυφλοπόντικα που αρχίζει σιγά σιγά να ανοίγει τα μάτια. Ε γι αυτό και εγώ τα ανοιγόκλεινα. Μια από εδώ , μία από εκεί. Και ταυτόχρονα απορούσα πως είναι δυνατόν η χώρα στην όποια γεννήθηκα που κουβαλάει , κάποιες φορές όχι με απόλυτη επιτυχία, όλη αυτή την ιστορία που διαστρεβλωμένα μαθαίναμε επί χρόνια να συντηρεί και να υποστηρίζει τέτοιες φαντασιώσεις.

Πάντα είχα στο μυαλό μου έναν κόσμο. Έναν κόσμο από αυτούς που ζωγραφίζουν τα παιδάκια σε κόλλες Α4 με ξεφτισμένους μαρκαδόρους. Και πάντα ονειρευόμουνα κλειστές τηλεοράσεις και ανοιχτά μυαλά. Άλλα είμαι πολύ στενόμυαλη για να αποφασίσω πότε ένα μυαλό είναι ανοιχτό ή κλειστό. Και πολύ μικρή για να κρίνω άλλους ανθρώπους μικρούς σα και μένα. Γι αυτό κάθομαι ήσυχα ήσυχα στο γραφείο μου, περιμένοντας τη πρώτη του μηνός για να μου δώσουνε λεφτά αυτοί που ξεκοιλιάζουν χώρες ολόκληρες, και σκέφτομαι την ώρα που θα πάω σπίτι και θα με περιμένει ένα κομμάτι λέμον πάι και αν τραβάει η όρεξη μου και δύο. Στο δρόμο δε θα δώσω τίποτα στα παιδιά στα φανάρια γιατί θα βαριέμαι να ανοίγω τσάντες για να βρω το πορτοφόλι. Άσε που μετά δε θα έχω ψηλά για να πάρω τσιγάρα. Και μετά θα προβληματιστώ για το αν θα βγω έξω. Γιατί μωρέ μπορεί και να βαριέμαι. Ύστερα από όλα αυτά θα κάνω κύκλους με την τόσο συνηθισμένη προσωπικότητα μου ψάχνοντας να βρω απαντήσεις σε διάφορα μικρά και μεγάλα που σφυροκοπάνε το κεφάλι του καθένα μας. Και είμαι σίγουρη ότι δεν έχω δει ακόμα τίποτα, ούτε τα μίσα. Και τρομάζω στην ιδέα ότι μπορεί κάποτε ο εφιάλτης του τώρα να γίνει πραγματική φαντασίωση του αύριο. Και τρομάζω ακόμα περισσότερο όταν αντικρίζω ανθρώπους που κάποτε την ίδια χρονική στιγμή κάναμε μαζί τραμπάλα σε διαφορετικά πάρκα να απαξιούν, να διαχωρίζουν, να αγνοούν , να αποστρέφονται, να λυπούνται, να χορεύουν πάνω σε μπάρες από πλαστελίνη, να διαιωνίζουν λαθεμένες συμπεριφορές, να κολλάνε-εφάπτοντας τέλεια σε κάθε τι οπισθοδρομικό και να ονειρεύονται μόνο άνετες καρέκλες και ευκολοχώνευτα στιχάκια. Αλλά εμείς είπαμε είμαστε πια μεινστριμ, πάμε για τους επόμενους…


If you want a better place to live in
spread the words today
Show the world that love is still alive
you must be brave
Or you children of today are
Children of the Grave…



Υγ: …Yeah!

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Συνάντηση

Τα σπαστά καστανόξανθα μαλλιά της πιασμένα με ένα πορτοκαλί λαστιχάκι στη κορυφή του μικρού της κεφαλιού. Οι αφέλειες ακουμπούσαν άτσαλα στο ιδρωμένο της μέτωπο. Φορούσε ένα κοντό κόκκινο σορτσάκι και τα ματωμένα της γόνατα ενώνανε τέλεια τα δυνατά της πόδια. Έτρεχε και γελούσε. Τραβολογούσε τον ψηλό κύριο να της πάρει φρεσκοψημένο καλαμπόκι ενώ ψέλλιζε κάτι στοίχους από ένα τραγούδι. Η ελαφρώς λερωμένες άσπρες κάλτσες της σιγά σιγά μεταμορφώνονταν σε καφέ καθώς περπατούσε άτσαλα πάνω στις μικρές γούρνες με τα λασπόνερα. Σηκωνόταν στις μύτες προσπαθώντας να φτάσει τη κρύα κουπαστή. Ανεβαίνει επιδεικτικά στον χαμηλότερο άσπρο κύλινδρο και καταφέρνει να ακουμπήσει τη μύτη της στον ψηλότερο ενώ ο αέρας πάγωνε το μέτωπο της. Τα ηλιοκαμμένα μάγουλα της γίνονταν ακόμα πιο κόκκινα από τη ψύχρα και την επιθυμία. Το φεγγάρι φώτιζε κάθε γωνιά του κορμιού της και κιτρίνιζε το πράσινο έδαφος. Ο δυνατός θόρυβος δε την ενοχλούσε καθώς το μυαλό της γύριζε στα προηγούμενα πρωινά που έφτιαχνε κάστρα με τη ροζ άμμο. Δε θέλει άλλο καλαμπόκι. Χοροπηδάει με τα καινούρια της σπορτέξ και το αφήνει μισοφαγωμένο στα πόδια της χαμογελαστής κυρίας. Το προηγούμενο βράδυ έχασε την πολύτιμη τελευταία μέρα επειδή γκρίνιαζε να φύγουν γρήγορα επειδή πονάει το κεφάλι της. Σήμερα φαίνεται να το έχει μετανιώσει και θέλει να γυρίσει πίσω. Δε πειράζει όμως. Το πρωί θα δει το ηλιοβασίλεμα στο πιο μελαγχολικό σημείο της Αττικής . Και το απόγευμα θα κάνει ποδήλατο με τον Γιάννη και την Ελένη που έχει να τους δει καιρό. Όλο το απόγευμα! Έχει αρχίσει να βαριέται. Παίρνει το χιλιοτσαλακωμένο τετράδιο με το έντονα χρωματισμένο εξώφυλλο από την ακατάστατη μοβ σάκα της . Απλώνεται στο μοναδικό άδειο άσπρο παγκάκι και αρχίζει να κυκλώνει κάτι γράμματα και να χρωματίζει κάτι τετράγωνα. Βαρέθηκε πάλι πολύ γρήγορα. Σηκώνεται απότομα και ψιθυρίζει κάτι στη κυρία. Εκείνη της κουνάει καταφατικά το κεφάλι και τότε με μία ανίκητη επιθυμία αρχίζει να τρέχει. Γυρνάει μετά από είκοσι περίπου λεπτά και κάθεται στο πάτωμα. Η κυρία δυσανασχετεί γι αυτή της την κίνηση και κάνει κινήσεις με τον σχεδόν νεανικό ακόμα λαιμό της. Η κοτσίδα της έχει αρχίσει να λύνεται και οι φύτρες της πετάνε ανεπίδεκτα. Δε θέλει να κοιμηθεί. Προσπαθεί να βολευτεί αλλά κάτι δε την αφήνει να νιώσει άνετα. Σκέφτεται ότι είναι ευτυχισμένη και ας είναι συνεχώς ανικανοποίητη. Φοβάται συχνά , φοβάται πολλά αλλά ξέρει πως οι φόβοι αυτοί κάποια στιγμή θα την κάνουν να είναι πραγματικά ελεύθερη. Μετράει τα όνειρα και τους στόχους που έχει για τον Σεπτέμβρη καθώς και τι χρώμα θα ντύσει τα καινούρια της βιβλία. Καταλαβαίνει ότι όλα αυτά για τα οποία αδιαφορεί, γκρινιάζει και τρομάζει είναι όλα αυτά τα οποία αγαπάει. Τα μάτια της κλείνουν και επιτέλους τη παίρνει ο ύπνος. Κοιμάται ελαφρά και ονειρεύεται.
Συναντηθήκαμε πριν μία βδομάδα σε ένα κατάστρωμα καραβιού ακριβώς δίπλα στο φουγάρο. Για δευτερόλεπτα τα έντονα καφέ της μάτια ενώθηκαν με τα άτονα δικά μου. Ντράπηκε , χαμήλωσε το βλέμμα και έφυγε πριν προλάβω να της μιλήσω. Χαμογέλασα καθώς άνοιγα την ακατάστατη σάκα μου για να βρω τη ενυδάτικη κρέμα που θα ανακούφιζε τα ηλιοκαμένα μου μάγουλα.
Κάθομαι στη μπλε αναπαυτική μου καρέκλα και στριφογυρίζω ακουμπώντας τους αγκώνες μου στα μαύρα χερούλια. Σταματάω. Τεντώνω τα γυμνά μου πόδια και σχηματίζω ορθή γωνία με τον κορμό μου. Λυγίζω το αριστερό μου πόδι και το φέρνω κοντά στο πρόσωπο μου. Κάπου πρέπει να χτύπησα εχθές. Το γόνατο μου είναι ματωμένο.

You can ride your pony
Day dream in Fairy Tales
All I know, is I need more,
When I see you dance the seven veils...

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

Χουχουλίασματα.

Τι όμορφες που είναι κάποιες μέρες. Όπως οι μέρες που βγάζεις από το ντουλάπι τη πράσινη ζακέτα σου. Μυρίζει ναφθαλίνη και σου θυμίζει διαφημίσεις με ανθρωπάκια με μεγάλα δόντια. Και ξυπνάς το πρωί με τη μύτη σου να προεξέχει από το χοντρουλό σου παπλωματάκι. Δίπλα σου μία κούπα γεμάτη- τόσο γεμάτη κούπα δεν έχεις ξαναδεί- και μία εικόνα που σου γαργαλάει τις πατούσες με τις δικές της. Μια εικόνα που σου είναι τόσο γνώριμη ενώ σε ταΐζει ζεστό κέικ σοκολάτας. Το μαλλί σου ανακατεμένο , είναι το πιο καλοχτενισμένο μαλλί που είχε ποτέ. Και το χαμόγελο σου είναι το πιο αληθινό από όλα που σου έχουν μέχρι τώρα παραγγείλει. Θα ήθελες λίγο μπέιλις για τον καφέ σου αλλά το σώμα σου αρνείται να σηκωθεί να πάει να σου πάρει. Η εικόνα δίπλα σου σε πειράζει καθώς σε τσιμπάει παιδιάστικα και εσύ παραπονιέσαι για το πόσο εύκολα κάνεις μελανιές. Είναι Δευτέρα- ίσως και Κυριακή, τώρα δε σε νοιάζει- όλες οι μέρες είναι ωραίες. Στο χρωστούσε από το καλοκαίρι που έφευγες τρέχοντας λίγο πριν η ώρα πάει τέσσερις από την ίδια εικόνα που είχες δίπλα σου. Ε ψιτ! Πάλι η μύτη σου είναι κόκκινη.

And after all the violence and double talk

There's just a song in all the trouble and the strife

You do the walk, you do the walk of life...

Τρίτη, Αυγούστου 15, 2006

Εγκώμιο

Η ειδοποίηση του κινητού χτυπάει στον ήχο του Χατζηγιάννη. Βάζεις τον φιόγκο σου, το κολλαριστό σου πουκάμισο, μισό μπουκάλι κολόνια και το μαλλί όλο πίσω με χωρίστρα 47 μοιρών. Σταματάς στο πιο φτηνό ζαχαροπλαστείο και μετά από πεντάλεπτη πάλη με τον εαυτό σου αποφασίζεις να πάρεις το ραβανί και κανείς τους μπαμπάδες να κλαίνε με μαύρο δάκρυ. Χτυπάς το κουδούνι και σου ανοίγει η ξανθιά λεχώνα με τη ρίζα να φτάνει λίγο πάνω από το αυτί, η οποία σε οδηγεί στο ροζ δωμάτιο και εκεί αντικρίζεις δυο γουρλωμένα μάτια που θέλουν να σε φτύσουν και να πέσουν για ύπνο μαζί με τον λαμπιριστό φωτεινούλη.
Αρχίζεις να μιλάς σαν να έχει κάψει κεραυνός όλα τα μπιτ του μικροσυστήματος σου, το στόμα σου τρεμοπαίζει στο ρυθμό του αγκού σαν είσαι στο πρώτο στάδιο του εγκεφαλικού και τα χέρια σου κουνάνε τα χοντρολαπαδιασμένα δάχτυλα σε πλήρη συγχρονισμό με όλο το υπόλοιπο ανισόρροπο είναι σου. Και το μικρό μας τριανταφυλλένιο ζουζούνι αν μπορούσε θα σήκωνε με τα ψωμοχεράκια του ταμπέλα ίσα με το κούτελο σου που με καλλιγραφικά γράμματα θα έγραφε «όξω γελοίε».
Και παίρνεις των ομματίων σου και μπαίνεις στο καρούλι σου και πηγαίνεις προς Καλύβια να φας κοψίδια και καθώς μαρσάρεις και τα έμβολα σου βρίσκονται σε παρόξυνση και κάνουν τον κύλινδρο να βγάζει φωτιές. Καθώς κάνεις να προσπεράσεις βλέπεις στο διπλανό μεταχειρισμένο τζιπάκι την παλιά σου συμμαθήτρια τη Λίτσα που πλέον τη λένε Εβελίνα να σου κλείνει όλο νόημα το μάτι ενώ το φούξια κραγιόν της έχει μπαστακοθεί στον αριστερό κυνόδοντα. Αποπροσανατολίζεσαι, το πράσινο ανάβει, οι υστερικοί μανιοβουλιμικοί οδηγοί κάνουν ασκήσεις ενδυνάμωσης με τη κόρνα και εσύ πριν πάρεις χαμπάρι βλέπεις τη σκόνη της να σου έρχεται στη μάπα ενώ το ραδιόφωνο παίζει: «Νιώθω φασουλής και γελοίος άτονος και φάλτσος ντιζέρ, κόβεται το ρεύμα τελείως κι έχω αποκλειστεί στ' ασανσέρ».
Και ξυπνάς το πρωί στα σατέν σου σεντόνια που έχεις πάρει 10 ευρώ από τη λαϊκή, φτιάχνεις την εσπρεσιά σου σκέτη γιατί σου τελείωσε το αφρόγαλα, βάζεις στο cd την τριακοστή δέκατη όγδοη συμφωνία του Μπετόβεν, ανοίγεις την τηλεόραση στην ΕΤ3 που έχει ένα ντοκιμαντέρ για τη σωτηρία της κατσίκας του Αμαζονίου και μέσα σε όλα διαβάζεις και τα απαντά του γκόμενου που είχε στην τρίτη γυμνασίου η Κική Δημουλά. Ο ωιμέ αναφωνούν οι σελίδες που σε κατασπαράζουν καθώς ο Ναπολέων που έχει μπει μέσα σου σε σκουντάει και σου λέει «combien geloios es-tu»;
Και μέσα σε όλα έχεις ξεχάσει να πάρεις τηλέφωνο το μωράκι σου που ξεροσταλιάζει στο καναπέ τρώγοντας γλυκό τριαντάφυλλο να του πεις πόσο σου έλειψε σήμερα και πόσο πολύ το αγαπάς το κουρκουμπινέλι σου, αχού το μωρέ το πιτσιποπάκι. Αλλά τέτοια ώρα θα έχει κοιμηθεί το ζουζούνι οπότε δε πάει το παλιάμπελο θα πάρεις τηλέφωνο τη Ροζίτα τη μπαλαμουτογκόμενα που είναι ότι πρέπει για τις δύσκολες στιγμές και σου κάνει και ειδική περιποίηση και άμα λάχει σου φτιάχνει και στραπατσάδα χωρίς αυγά γιατί φοβάσαι και τη νόσο των μεταλλαγμένων και κρίμα και άδικο θα ‘ναι για ένα κουτούπωμα να βγεις με ανίατη παρανυχίδα. Όχι τίποτα άλλο δηλαδή αλλά είναι που σε ενοχλεί και η γελοιότητα του πράγματος γιατί δε τα συνηθίζεις εσύ κάτι τέτοια.
Ε και για να γλιτώσεις κανά κόκαλο από τη σπονδυλική στήλη πας για μπίρες με τα κολλητάρια και αρχίζεις τις ιστορίες για το πώς η μαϊμού έγινε ελέφαντας και για τις γυμναστικές επιδείξεις που βλέπεις κάθε βράδυ. Πετάς και κανά δυο ψαγμένες ατάκες για να μη χάσεις και το σοφιστικέ ύφος σου που μετά κοπών και βασάνων αυτοαπέκτησες και συμπληρώνεται το παζλ του ίματζ σου, οπότε κερδίζεις και τα δώρα του κοινού που είναι κάτι παντελονάκια γύρω στα τέσσερα νούμερα μικρότερα και καθώς τα δοκιμάζεις ο παρουσιαστής κρυφό- χαχανίζει βλέποντας τη γελοιοποιημένη φιγούρα σου.
Και δε φτάνει που έχεις φάει τα χρόνια σου στη ταλαιπώρια, δε φτάνει που είσαι και σα στημένη πεπονόφλουδα, έχεις και τη γκρίνια του κομπλεξαρισμένου εαυτού σου που μουρμουρίζει επειδή δεν έφαγες όλο το πιάτο με τα μακαρόνια με σάλτσα σαλιγκαριού, αβοκάντο και τζίντζερ. Παρακινούμενος λοιπόν από το εμετικό σου σύνδρομο ανακαλύπτεις την κρυφή πλευρά του εαυτού σου που έκανε παρέα με το Στάθη Ψάλτη, μόνο που εσύ δεν έχεις τις κατακτήσεις του και παρ’ ολίγον να σε έτρωγε και η μαρμάγκα αλλά έλα που τελευταία στιγμή σε έσωσε η κλωνοποίηση του Τζακ του τιτανικού. Ο Τζακ όμως βρε κατέβηκε από τη σχεδία για να βάλει η άλλη το κολομέρι της οπότε για βλακεία κατηγορείται, για γελοιότητα όμως έχει απαλλαχθεί πλήρως και εσύ τώρα θα πάρεις πάνω σου όλες τις κατηγορίες και χάνεις και το ελαφρυντικό του εν βρασμό ψυχής.
Και για να χαλαρώσεις αρχίζεις να μετράς τις ψείρες στο κεφάλι σου αλλά από το πολύ μέτρημα έχεις χάσει το λογαριασμό και αποφασίζεις να απαλλαγείς μια και καλή από δαύτες. Πας στο φαρμακείο και σου δίνουν το καλύτερο φάρμακο αλλά είναι τόσο ακριβό που μετά δε θα σου μείνουνε λεφτά για σούσι και καμιά ελπίδα για ανάδειξη. Μπήγεις τα κλάματα, βγάζεις τη γλώσσα μέχρι τα τεστ εγκυμοσύνης δίπλα από τα βότανα κατά της εφίδρωσης και επειδή έχεις και άγαρμπο κλάμα στα δίνει τζάμπα μαζί με την ευχή της να πας στο καλό, ενώ καθώς εσύ κλείνεις τη πόρτα χασκογελώντας, αυτή θα σιγοψιθυρίζει στην αποχαυνωμένη βοηθό τις κατάρες της.
Και μια τα φάρμακα, μια η λοσιόν έρχεται και η κακούργα η παρενέργεια και σε χτυπάει στο έντερο και τρέχεις και δε προλαβαίνεις. Και σε ποιον να το πεις και ποιος να το πιστέψει όλο αυτόν τον οίστρο παράνοιας και αφομοίωσης άνευρων χαστουκιών υπό την αιγίδα της αφασίας. Επειδή δε παραδέχεσαι το πρόβλημα σου ούτε στο γιατρό, ούτε στη γυναίκα σου, ούτε στη μαμά σου, ούτε στον Μικρούτσικο, ούτε στον παπά, ούτε στα ροζ τηλέφωνα, ούτε στο γκομενάκι σου, ούτε και στον χιλιοσπασμένο καθρέφτη σου και συν τοις άλλοις φοβάσαι μη μπλέξεις και τα μπούτια τους - και τι θα πει και ο κόσμος, τα κανείς πάνω σου και βοήθεια μας.
Αλλά μη τρελαίνεσαι το πρόβλημα είναι σύνηθες και απλό. Είσαι απλά γελοίος.
ΥΓ: Η επιλογή του φύλου έγινε τυχαία.

Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006

Μπλου τσιζ

Υποψιάζομαι ότι θα έρθει μια στιγμή που θα κυνηγώ αδυσόπιτα ένα κομμάτι τυρί. Από αυτό το μπλου τσιζ που μου προκαλεί αναγούλα κάθε φορά που το βλέπω. Κάτι μου λέει ότι το κομμάτι θα βγάλει πόδια και θα μου κάνει τσαλιμάκια ενώ θα κρύβεται πίσω από τη γραβιέρα και το κατικι Δομοκού. Το κατικι είναι υπέροχο, βασικά έχει αυτή τη γεύση την λίγο σε γιαούρτι, λίγο σε φέτα και μια εσανς από Φιλαδέλφεια. Αλλά να δεις που θα σκαλώσω με το μπλου τσιζ. Υποψιάζομαι…
Εικασίες κάνω, δε ξέρω. Μπορεί να έχω και λάθος. Αλλά το σημερινό βράδυ έχει κάτι, ίσως να ήταν και η μέρα λίγο περίεργη. Πραγματικά το σιχαίνομαι, είναι αηδία. Έχω προκαλέσει πολλές φορές τον εαυτό μου να το δοκιμάσει. Το τσιμπαω με το πιρούνι και καθώς διασχίζει τη διαδρομή μέχρι το στόμα μου αρχίζει να μου έρχεται η μυρωδιά. Το περίεργο είναι ότι αυτή μου η αίσθηση ποτέ δε λειτουργούσε καλά. Μυρίζω σπάνια αρώματα, μόνο έντονα λουλούδια και καμιά φορά και το οινόπνευμα- ίσως και το ασετον. Αλλά το μπλου τσιζ μου τρυπάει τη μύτη. Έχω μάθει να μη λέω ποτέ «ποτέ» - έτσι μου είπαν κάτι φιλοσοφημένοι φίλοι- αλλά μόλις τώρα το είπα είδη μια φορά. Αναιρούμαι. Αναιρώ. Το μισώ. Περιέργεια. Θέλω. Θεέ μου είμαι ανικανοποίητη. Είμαι? Ίσως. Όμως αν ήμουν δε θα το έλεγα. Άσε, δε ξερώ.
Κάποτε περπατούσα στην Ερμού και με σταμάτησε μια χοντρούλα με ένα ερωτηματολόγιο. Κάτι για τυριά ήταν- δε θυμάμαι και καλά. Είχε και ένα πάγκο με ένα τυρί από ένα χωριό κάπου στο Καρπενήσι με ένα απίστευτα δύσκολο όνομα. Ήταν παρά πολύ νόστιμο. Τολμώ να πω υπέροχο. Μετά από κανα εξάμηνο έτυχε να πάω εκεί εκδρομή. Κουβάλαγα όλη τη παρέα για να βρω το τυρί. Δε το βρήκα. Βεβαία βρήκαμε κάτι αλλά, εξίσου νόστιμα , αλλά τι να κανείς – δεν είναι το ίδιο.
Σήμερα έχει κάτι αυτός ο αέρας. Έχει άπνοια το ξέρω, αλλά εγώ νιώθω τον αέρα. Είμαι ίσως κρυωμένη- εχθές το βράδυ βρήκα έξω με βρεγμένα μαλλιά. Ανακατεύεται ο αέρας με τη αηδιαστική μυρωδιά του μπλου τσιζ. Πάντα πίστευα ότι είχα ένστικτο. Ποτέ δεν είχα προβλέψει τίποτα αλλά κανείς δε μου το έβγαζε από το μυαλό. Και αυτό το βράδυ μου φωνάζει ότι αρχίζει ένας κύκλος. Συνέχεια ενός κύκλου που ποτέ δεν έκλεισε. Αρχίζει ο αγώνας της καταδίωξης, της ίντριγκας, του αλατιού, της τρύπας και της εκκεντρικότητας. Φοβάμαι. Παρτε από μπροστά μου το κομμάτι μπλου τσιζ. Τώρα δε μπορώ να κρίνω, δε μπορώ να αποφασίσω. Τώρα απλά υποψιάζομαι…

adopt your own virtual pet!